σιγά: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(sl1)
(sl1_repeat)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ςῑγά</b> (-ᾶς, -ᾷ.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[silence]] ἔστι δέ [[τις]] [[λόγος]] ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ [[χαμαὶ]] [[σιγᾷ]] καλύψαι (N. 9.7) ἀλλ' [[ὅμως]] καύχαμα κατάβρεχε [[σιγᾷ]] (I. 5.51) ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ [[σιγᾷ]] μελαίνᾳ [[κάρα]] κέκρυπται Παρθ. 1.. οὐδὲ [[σιγᾷ]] κατερρύη fr. 177b. ἔσθ' [[ὅτε]] πιστόταται [[σιγᾶς]] ὁδοί fr. 180. 2. μὴ [[σιγᾷ]] βρεχέσθω (Boeckh: μὴ κεῖται, μησὶ γὰρ codd.) fr. 240.
|sltr=<b>ςῑγά</b> (-ᾶς, -ᾷ.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[silence]] ἔστι δέ [[τις]] [[λόγος]] ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ [[χαμαὶ]] [[σιγᾷ]] καλύψαι (N. 9.7) ἀλλ' [[ὅμως]] καύχαμα κατάβρεχε [[σιγᾷ]] (I. 5.51) ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ [[σιγᾷ]] μελαίνᾳ [[κάρα]] κέκρυπται Παρθ. 1.. οὐδὲ [[σιγᾷ]] κατερρύη fr. 177b. ἔσθ' [[ὅτε]] πιστόταται [[σιγᾶς]] ὁδοί fr. 180. 2. μὴ [[σιγᾷ]] βρεχέσθω (Boeckh: μὴ κεῖται, μησὶ γὰρ codd.) fr. 240.
}}
}}

Revision as of 12:28, 17 August 2017

French (Bailly abrégé)

dor. c. σιγή.

English (Slater)

ςῑγά (-ᾶς, -ᾷ.)
   1 silence ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι (N. 9.7) ἀλλ' ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ (I. 5.51) ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1.. οὐδὲ σιγᾷ κατερρύη fr. 177b. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180. 2. μὴ σιγᾷ βρεχέσθω (Boeckh: μὴ κεῖται, μησὶ γὰρ codd.) fr. 240.