Πελασγός: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(9) |
(6_15) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*pelasgo/s | |Beta Code=*pelasgo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="title">Pelasgian</span>, <span class="bibl">Il. 2.843</span>, <span class="bibl">17.288</span> : in pl., <span class="bibl">2.840</span>, <span class="bibl">10.429</span>, <span class="bibl">Od. 19.177</span>, <span class="bibl">Hdt. 1.57</span>, etc. ; <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> Δωδώνην Πελασγῶν ἕδρανον <span class="bibl">Hes. <span class="title">Fr.</span>212</span> ; used generally for <span class="title">Greeks</span>, <span class="bibl">E. <span class="title">Or.</span>857</span> ; <b class="b3">Τυρσηνοὶ Π</b>. <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>270</span> (anap.) ; cf. πελαργός <span class="bibl">11</span>.</span> | |Definition=ὁ, <span class="title">Pelasgian</span>, <span class="bibl">Il. 2.843</span>, <span class="bibl">17.288</span> : in pl., <span class="bibl">2.840</span>, <span class="bibl">10.429</span>, <span class="bibl">Od. 19.177</span>, <span class="bibl">Hdt. 1.57</span>, etc. ; <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> Δωδώνην Πελασγῶν ἕδρανον <span class="bibl">Hes. <span class="title">Fr.</span>212</span> ; used generally for <span class="title">Greeks</span>, <span class="bibl">E. <span class="title">Or.</span>857</span> ; <b class="b3">Τυρσηνοὶ Π</b>. <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>270</span> (anap.) ; cf. πελαργός <span class="bibl">11</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''Πελασγός''': ὁ· ἐν τῇ Ἰλ. Β. 843, οἱ Πελασγοὶ μνημονεύονται ὡς σύμμαχοι τῶν Τρώων, πρβλ. Ρ. 288· συγκαταλέγονται δὲ τοῖς Λέλεξι καὶ Καύκωσι, [[ὅθεν]] πιθανῶς κατῴκουν ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ, Κ. 429· ἐν τῇ Ὀδ. λέγονται ὡς κατοικοῦντες ἐν Κρήτῃ, Τ. 177· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἠπείρῳ περὶ τὴν Δωδώνην, Ἡσ. Ἀποσπ. 18· ὁ δὲ Ὅμ. παριστάνει τὸν Ἀχιλλέα δεόμενον: Ζεῦ ἄνα, Δωδωναῖε, Πελασγικέ, Π. 233· [[προσέτι]] τὸ Πελασγικὸν Ἄργος, ἦτο ἡ ἐν Θεσσαλίᾳ [[Ἑλλάς]], ἡ ἀρχικὴ [[ἕδρα]] τῶν Ἑλλήνων, Β. 681· ἐκ τοῦ ἀξιολόγου χωρίου τοῦ Ἡροδ. 1. 56, 57, καὶ ἄλλων ὑπαινιγμῶν γίνεται δῆλον ὅτι ἦσαν φυλὴ [[λίαν]] ἐκτεταμένη καὶ [[πολλαχοῦ]] διεσπαρμένη, καὶ ὅτι οἱ Ἕλληνες ἦσαν συγγενεῖς αὐτοῖς· ἴδε Wachsm. Hist. Antiq. of Gr. vol. 1. § 9, Clinton F. H. 1. 92, Thirlwall Hist. of. Gr. I. c. 2 [[μάλιστα]] ἡ [[λέξις]] Πελασγοὶ κεῖται ἀντὶ τοῦ Ἕλληνες ἐν Εὐρ. Ὀρ. 857 ὡς παρὰ τῷ Ἐννίῳ καὶ Οὐεργιλ. Τυρσηνοὶ Π. ἀπαντᾷ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 256. -- Ἐντεῦθεν τὸ ἐπίθ. Πελασγικός, ή, όν, = Ἠπειρωτικὸς ἢ [[Θεσσαλικός]], ἴδε ἀνωτ., καὶ πρβλ. Στράβ. 221, 436· ἀλλ’ [[ὕστερον]] ἐν χρήσει ὡς τὸ [[Ἀργεῖος]], Εὐρ. Φοίν. 105· περὶ τοῦ τὸ Πελασγικόν, ἴδε ἐν λ. [[πελαργικός]]· - οὕτω, Πελάσγιος, α, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 634, Εὐρ. Ι. Α. 1498· - Πελασγιῶται, οἱ, (ἐν Θεσσαλίᾳ), Στράβ. 447· ἀλλὰ Ἕλληνες, ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 230· - θηλ. ἐπίθ. Πελασγίς, ίδος, Ἡρόδ. 7. 42, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 243, κτλ.· Πελασγιάς, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 4. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως [[εἶναι]] [[θέμα]] πολλῶν θεωριῶν· τινὲς ἀναφέρουσιν αὐτὴν εἰς τήν √ΠΕΛ, πελός, ὡς εἰ οὗτοι ἦσαν οἱ ἐξ Ἀνατολῆς ἐλθόντες μελαψοί, πρβλ. [[Πέλοψ]]· ἕτεροι εἰς τήν √ΠΕΡ, [[περάω]], [[πέρα]], οἱ μεταναστεύοντες· ἄλλοι δὲ εἰς τὴν [[πλάζω]], ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. - Περὶ τῆς συγχύσεως τοῦ Πελασγὸς καὶ [[πελαργός]], ἴδε ἐν λ. [[πελαργός]].) | |||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ, Pelasgian, Il. 2.843, 17.288 : in pl., 2.840, 10.429, Od. 19.177, Hdt. 1.57, etc. ;
A Δωδώνην Πελασγῶν ἕδρανον Hes. Fr.212 ; used generally for Greeks, E. Or.857 ; Τυρσηνοὶ Π. S.Fr.270 (anap.) ; cf. πελαργός 11.
Greek (Liddell-Scott)
Πελασγός: ὁ· ἐν τῇ Ἰλ. Β. 843, οἱ Πελασγοὶ μνημονεύονται ὡς σύμμαχοι τῶν Τρώων, πρβλ. Ρ. 288· συγκαταλέγονται δὲ τοῖς Λέλεξι καὶ Καύκωσι, ὅθεν πιθανῶς κατῴκουν ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ, Κ. 429· ἐν τῇ Ὀδ. λέγονται ὡς κατοικοῦντες ἐν Κρήτῃ, Τ. 177· ὡσαύτως ἐν Ἠπείρῳ περὶ τὴν Δωδώνην, Ἡσ. Ἀποσπ. 18· ὁ δὲ Ὅμ. παριστάνει τὸν Ἀχιλλέα δεόμενον: Ζεῦ ἄνα, Δωδωναῖε, Πελασγικέ, Π. 233· προσέτι τὸ Πελασγικὸν Ἄργος, ἦτο ἡ ἐν Θεσσαλίᾳ Ἑλλάς, ἡ ἀρχικὴ ἕδρα τῶν Ἑλλήνων, Β. 681· ἐκ τοῦ ἀξιολόγου χωρίου τοῦ Ἡροδ. 1. 56, 57, καὶ ἄλλων ὑπαινιγμῶν γίνεται δῆλον ὅτι ἦσαν φυλὴ λίαν ἐκτεταμένη καὶ πολλαχοῦ διεσπαρμένη, καὶ ὅτι οἱ Ἕλληνες ἦσαν συγγενεῖς αὐτοῖς· ἴδε Wachsm. Hist. Antiq. of Gr. vol. 1. § 9, Clinton F. H. 1. 92, Thirlwall Hist. of. Gr. I. c. 2 μάλιστα ἡ λέξις Πελασγοὶ κεῖται ἀντὶ τοῦ Ἕλληνες ἐν Εὐρ. Ὀρ. 857 ὡς παρὰ τῷ Ἐννίῳ καὶ Οὐεργιλ. Τυρσηνοὶ Π. ἀπαντᾷ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 256. -- Ἐντεῦθεν τὸ ἐπίθ. Πελασγικός, ή, όν, = Ἠπειρωτικὸς ἢ Θεσσαλικός, ἴδε ἀνωτ., καὶ πρβλ. Στράβ. 221, 436· ἀλλ’ ὕστερον ἐν χρήσει ὡς τὸ Ἀργεῖος, Εὐρ. Φοίν. 105· περὶ τοῦ τὸ Πελασγικόν, ἴδε ἐν λ. πελαργικός· - οὕτω, Πελάσγιος, α, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 634, Εὐρ. Ι. Α. 1498· - Πελασγιῶται, οἱ, (ἐν Θεσσαλίᾳ), Στράβ. 447· ἀλλὰ Ἕλληνες, ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 230· - θηλ. ἐπίθ. Πελασγίς, ίδος, Ἡρόδ. 7. 42, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 243, κτλ.· Πελασγιάς, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 4. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως εἶναι θέμα πολλῶν θεωριῶν· τινὲς ἀναφέρουσιν αὐτὴν εἰς τήν √ΠΕΛ, πελός, ὡς εἰ οὗτοι ἦσαν οἱ ἐξ Ἀνατολῆς ἐλθόντες μελαψοί, πρβλ. Πέλοψ· ἕτεροι εἰς τήν √ΠΕΡ, περάω, πέρα, οἱ μεταναστεύοντες· ἄλλοι δὲ εἰς τὴν πλάζω, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. - Περὶ τῆς συγχύσεως τοῦ Πελασγὸς καὶ πελαργός, ἴδε ἐν λ. πελαργός.)