περιφεύγω: Difference between revisions
μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
(sl1_repeat) |
(slb) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=parvenir à fuir, à échapper à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φεύγω]]. | |btext=parvenir à fuir, à échapper à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φεύγω]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[περιφεύγω]]<br /> <b>1</b> [[elude]] met. [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιπέφευγεν (O. 2.98) | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[περιφεύγω]]<br /> <b>1</b> [[elude]] met. [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιπέφευγεν (O. 2.98) | |sltr=[[περιφεύγω]]<br /> <b>1</b> [[elude]] met. [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιπέφευγεν (O. 2.98) | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 17 August 2017
English (LSJ)
A flee from, escape, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε Il.12.322; ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν the sand escapes thy numbering, Pi.O.2.98; π. τὴν φθοράν Pl.Lg.677b; ῥαθυμίας Men.Mon.467; ἔφοδον, πῦρ π., Plu.2.171e. 2 abs., escape from illness, come out of it alive, D.54.1, 28; π. ἐκ [κυναγχέων] v.l. in Hp.Prog.23, cf. Arist.HA604a10. 3 avoid especially, ὅπως μὴ . . ἔσται Hp.Fract.48.
German (Pape)
[Seite 599] (s. φεύγω), entfliehen, entkommen, vermeiden; in tmesi, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε, Il. 12, 322; c. accus., ψάμμος ἀριθμὸν περιφεύγει, der Sand flieht die Zahl, läßt sich nicht zählen, Pind. Ol. 2, 108, περιφυγόντες τὴν φθοράν, Plat. Legg. III, 677 b, Dem. 54, 1 u. öfter, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, ἐκφεύγω, διαφεύγω, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε Ἰλ. Μ. 322˙ ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, ἐκφεύγει ἀπαρίθμησιν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀριθμηθῇ, Πινδ. Ο. 2. 178˙ π. τὴν φθορὰν Πλάτ. Νόμ. 677Β˙ ῥᾳθυμίαν Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 467˙ πῦρ, ἔφοδον π. Πλούτ. 2 171Ε, κτλ.˙ ― ἰδίως, ἀποφεύγω, περιφεύγειν δὲ χρὴ ἐν τῇ ἐπιδέσει ὅκως μὴ κατὰ τὴν καμπὴν πολλῷ τοῦ ὀθονίου ἠθροισμένον ἔσται ἐκ τῶν δυνατῶν Ἱππ. Ἀγμ. 779. 2) ἀπολ., ὡς τὸ περιγίνομαι, ὥστε μήτε τοὺς οἰκείους, μήτε τῶν ἰατρῶν μηδένα προσδοκᾶν περιφευξεῖσθαί με Δημ. 1256. 4., 1265. 24˙ περ. ἐκ νόσου Ἱππ. Προγν. 45, 14, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 2.
French (Bailly abrégé)
parvenir à fuir, à échapper à, acc..
Étymologie: περί, φεύγω.
English (Slater)
περιφεύγω
1 elude met. ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν (O. 2.98)
English (Slater)
περιφεύγω
1 elude met. ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν (O. 2.98)