ὑπερείδω: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=soutenir <i>ou</i> étayer par dessous : [[τι]] qch ; [[τί]] τινι appuyer une ch. sur une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐρείδω]].
|btext=soutenir <i>ou</i> étayer par dessous : [[τι]] qch ; [[τί]] τινι appuyer une ch. sur une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐρείδω]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ὑπερείδω]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[put]] [[under]] as a [[support]], [[set]] up [[σεῦ]] δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον [[ἕκατι]] ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (τ' ἐλαφρὸν Sandys: τε λάβρον codd.) (N. 8.47)
}}
{{Slater
|sltr=[[ὑπερείδω]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[put]] [[under]] as a [[support]], [[set]] up [[σεῦ]] δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον [[ἕκατι]] ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (τ' ἐλαφρὸν Sandys: τε λάβρον codd.) (N. 8.47)
}}
}}

Revision as of 13:08, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερείδω Medium diacritics: ὑπερείδω Low diacritics: υπερείδω Capitals: ΥΠΕΡΕΙΔΩ
Transliteration A: hypereídō Transliteration B: hypereidō Transliteration C: ypereido Beta Code: u(perei/dw

English (LSJ)

fut.

   A -σω Diog.Oen.20: pf. Pass. ὑπερήρεισμαι Arist. PA695a7; ὑπήρεισμαι Str.17.1.37, D.S.1.47:—put under as a support, λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Pi.N.8.47; τὸν ἀέρα ὑ. (sc. τῇ γῇ) Pl. Phd.99b; ὑπερείδουσιν ἐσωτάτω τὸ σκέλος Gal.18(1).591:—Pass., τοῖς τετράποσι πρὸς τὸ βάρος σκέλη ἐμπρόσθια ὑπερήρεισται Arist. l. c., cf. IA710b30, J.AJ8.3.5.    2 lean upon, οἰκίαν LXX Jb.8.15.    3 lift, carry, τινα Iamb.VP3.17.    II under-prop, support, τὴν ὀροφήν Plu.Rom.28; προβλήματα διὰ παραδειγμάτων Id.Marc.14; τοὺς νεανίας Com.Adesp.1302: abs., τὰ -ερείδοντα [σώματα] Epicur.Ep.1p.7U.:—Pass., Str. l.c.

German (Pape)

[Seite 1194] unterstützen; πάτρᾳ ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον Pind. N. 8, 47; Plat. Phaed. 99 b; Sp., wie Plut. Num. 28; neben ἀνέχειν, πλοῖα, Quaest. nat. 1; pass. ὑπηρεῖσθαι D. Sic. 1, 47.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερείδω: μέλλ. -σω· παθ. πρκμ. ὑπερήρεισμαι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 33· ὑπήρεισμαι Στράβων 811, Διόδ. 1. 47. Ὑποβάλλω ὡς στήριγμα, ὑπεγείρω, λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Πινδ. Ν. 8. 80· τὸν ἀέρα (ἐξυπακ. τῇ γῇ) Πλάτ. Φαίδων 99Β. - Παθ., τοῖς τετράποσι πρὸς τὸ βάρος σκέλη ἐμπρόσθια ὑπερήρεισται Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. περὶ Ζ. Πορείας 11, 5. ΙΙ. στηρίζω κάτωθεν, ὑποστηρίζω, τὴν ὀροφὴν Πλουτ. Ρωμ. 28· προβλήματα διὰ παραδειγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 14. τὴν σύγκλητον Ἡρῳδιαν. 2. 3 ἐν τέλ.· τοὺς νεανίας Κωμικ. Ἀνώνυμ. ἐν Meineke 5, σ. 120. - Παθ., Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

soutenir ou étayer par dessous : τι qch ; τί τινι appuyer une ch. sur une autre.
Étymologie: ὑπό, ἐρείδω.