ἅμιλλα: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
(21)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> combat, lutte ; [[ἅμιλλα]] [[νεῶν]], ἵππων lutte de navires, de chevaux (à la course) ; <i>avec le gén. de l’objet de la lutte</i> : [[ἅμιλλα]] λέκτρων EUR rivalité pour un mariage ; <i>poét. (au plur.)</i> [[ἐς]] ἁμίλλας χαρίτων EUR pour lutter de grâce (avec des compagnes) ; [[ἐξ]] ἁμίλλης à l’envi;<br /><b>2</b> effort.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> combat, lutte ; [[ἅμιλλα]] [[νεῶν]], ἵππων lutte de navires, de chevaux (à la course) ; <i>avec le gén. de l’objet de la lutte</i> : [[ἅμιλλα]] λέκτρων EUR rivalité pour un mariage ; <i>poét. (au plur.)</i> [[ἐς]] ἁμίλλας χαρίτων EUR pour lutter de grâce (avec des compagnes) ; [[ἐξ]] ἁμίλλης à l’envi;<br /><b>2</b> effort.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰμιλλα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[competition]], [[contest]] ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε (O. 5.6) νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ [[ἀνδρῶν]] ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (N. 9.12) καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶλτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται (I. 5.6) [[πόρε]], Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον (I. 7.50)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰμιλλα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[competition]], [[contest]] ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε (O. 5.6) νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ [[ἀνδρῶν]] ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (N. 9.12) καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶλτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται (I. 5.6) [[πόρε]], Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον (I. 7.50)
|sltr=<b>ᾰμιλλα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[competition]], [[contest]] ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε (O. 5.6) νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ [[ἀνδρῶν]] ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (N. 9.12) καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶλτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται (I. 5.6) [[πόρε]], Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον (I. 7.50)
}}
}}

Revision as of 14:02, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅμιλλα Medium diacritics: ἅμιλλα Low diacritics: άμιλλα Capitals: ΑΜΙΛΛΑ
Transliteration A: hámilla Transliteration B: hamilla Transliteration C: amilla Beta Code: a(/milla

English (LSJ)

ης, ἡ,

   A contest for superiority, conflict, τῶν νεῶν ἅμιλλαν . . ἰδέσθαι Hdt.7.44; ἅ. ἵππων horse-race, ib.196, cf. Pi.O.5.6, I.5(4).6; ῥιμφαρμάτοις ἁμίλλαις in racing of swift chariots, S.OC1063, cf. El. 861; ἅ. ἀγαθῶν ἀνδρῶν contest of brave men, D.20.108; μειρακίων Ar. Eq.556; χορῶν Pl.Lg.834e; of boat-races, IG22.1028.20, Pl.Com. 183.    2 c.gen.rei, ἰσχύος trial of strength, Pi.N.9.12 (pl.); πτερύ γων ἁμίλλαις A.Pr.129; ποδοῖν, λόγων, φρονήματος, E.IA212, Med. 546, Andr.214; ἀρετῆς Pl.Lg.731b: c. gen. obj., ἅ. λέκτρων contest for marriage, E.Hipp.1141; ἔρωτος Gorg.Hel.5: abs., eager desire, Herod.6.68 (s.v.l.):—also ἅ. περί τινος Isoc.10.15; freq.in Poets with Adj., ἅ. φιλόπλουτος, πολύτεκνος striving after wealth or children, E. IT411, Med.557: with gen.in adjectival sense, ἅ.αἵματος, = αἱματόες σα, Id.Hel.1155:—phrases: ἅμιλλαν τιθέναι, προτιθέναι propose contest, Id.Andr.1020, Med. l.c.; ἅ. ποιεῖσθαι contend eagerly, ὅκως . . Hdt.8.10; ἅ. ἐποιοῦντο they had a race, Th.6.32; ἅ. ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Pl.Lg.830d; εἰς ἅ. ἔρχεσθαι, ἐξελθεῖν, E.Tr.621, Hec.226; πρὸς ἅ. ἐλθεῖν Id.Med.1083; ἅ. γίγνεται ὅπως . . struggle arises, Th.8.6.

German (Pape)

[Seite 125] ἡ (ἅμα, nicht mit ἴλη zsgstzt, wo Mehrere etwas zusammen thun), Wettkampf, oft Pind. u. Tragg.; ῥιμφάρματοι, der Wagen, Soph. O. C. 1066; πτερύγων, im Fluge, Aesch. Prom. 129; χειρῶν Eur. Hec. 226; λόγων, Wettstreit, 546; Suppl. 428; ποδοῖν Iph. A. 213; φρονήματος Andr. 213; χαρίτων Iph. T. 1147; κυλίκων Rhes. 361; αἵματος, blutiger Kampf, Hel. 1170; λέκτρων Hipp. 1141, um die Vermählung; βακχία, bacchischer Tanz, Soph. Tr. 219. In Prosa übh. Wetteifer, πρός τι, in Beziehung auf etwas, Plat. Phaedr. 271 a; ἀρετῆς Legg. V, 731 b; ἅμιλλαν ποιεῖσθαι πρός τινα, mit Einem wetteifern, VIII, 830 d; vgl. Her. 7, 196; Thuc. 6, 32; ἅμ. γίγνεται 8, 6; ἐπὶ δωρεαῖς, um Geschenke, Dem. 20, 108; περί τινος Isocr. 4, 85; τῆς εὐεργεσίας Polyb. 3, 98; ἐξ ἁμίλλης, um die Wette, Plut.; Alciphr.

Greek (Liddell-Scott)

ἅμιλλα: -ης, -ἡ, (ἐκ τοῦ ἅμα, - οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ ἴλη). Ἀγὼν περὶ ὑπερισχύσεως, περὶ ὑπεροχῆς, συμπλοκή, τῶν νεῶν ἅμιλλαν... ἰδέσθαι, περὶ πλαστῆς ναυμαχίας, Ἡρόδ. 7. 44· ἅμ. ἵππων, ἱπποδρομία, ἀγὼν ἱπποδρομίας, αὐτόθι 196· ἀκολούθως παρὰ Πινδ. καὶ Ἀττ.: ῥιμφαρμάτοις... ἁμίλλαις, ἐν ἀγῶσι ταχέων ἁρμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1063, πρβλ. Ἠλ. 861· ἅμ. ἀγαθῶν ἀνδρῶν, ἀγὼν γενναίων ἀνδρῶν, Δημ. 490. 1· χορῶν Πλάτ. Νόμ. 834Ε. 2) μ. γεν. πράγ., ἰσχύος ἅμ., δοκιμὴ ἰσχύος, Πινδ. Ν. 9. 27· πτερύγων ἁμίλλαις Αἰσχύλ. Πρ. 124· ποδοῖν, λόγων, φρονήματος, Εὐρ. Ι. Α. 212, Μήδ. 546, Ἀνδρ. 214: ἀρετῆς Πλάτ. Νόμ. 731Β· μ. γεν. ἀντικειμ. ἅμ. λέκτρων, ἀγὼν περὶ γάμου. Εὐρ. Ἱππ. 1141, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 556, Θουκ. 8. 6: - ἀντὶ τοῦ πρώτου ὡσαύτως ἔχομεν καὶ ἅμ. περί τινος Ἰσοκρ. 215Α· ἀντὶ δὲ τοῦ δευτέρου ἐπίθετον συχνάκις εἶναι ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς, ἅμ. φιλόπλουτος, πολύτεκνος, ἀγὼν περὶ πλούτου ἢ τέκνων, Εὐρ. Ι. Τ. 412, Μήδ. 557· - ἡ γεν. ἐνίοτε εὕρηται ἀντὶ ἐπιθ., ἅμ. αἵματος = αἱματόεσσα, ὁ αὐτ. Ἑλ. 1115. 3) ἅμιλλαν τιθέναι, προτιθέναι, προτείνειν ἀγῶνα, Εὐρ. Ἀνδρ. 1020, Μήδ. 546· ἅμιλλαν ποιεῖσθαι, ἀγωνίζεσθαι προθύμως, φιλοτιμεῖσθαι, ὅκως... Ἡρόδ. 8. 10· ἅμ. ἐποιοῦντο, ἡμιλλῶντο, ἐφιλοτιμοῦντο τις νὰ περάσῃ τὸν ἄλλον, Θουκ. 6. 32: ἅμ. ποιεῖσθαι πρός τινα Πλάτ. Νόμ. 830D· εἰς ἅμ. ἔρχεσθαι, ἐξελθεῖν, Εὐρ. Τρῳ. 617, Ἑκ. 226· πρὸς ἅμ. ἐλθεῖν ὁ αὐτ. Μήδ. 1082· ἅμιλλα γίγνεται, ἀγὼν ἐγείρεται, Θουκ. 8. 6.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 combat, lutte ; ἅμιλλα νεῶν, ἵππων lutte de navires, de chevaux (à la course) ; avec le gén. de l’objet de la lutte : ἅμιλλα λέκτρων EUR rivalité pour un mariage ; poét. (au plur.) ἐς ἁμίλλας χαρίτων EUR pour lutter de grâce (avec des compagnes) ; ἐξ ἁμίλλης à l’envi;
2 effort.
Étymologie: ἅμα.

English (Slater)

ᾰμιλλα
   1 competition, contest ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε (O. 5.6) νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (N. 9.12) καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶλτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται (I. 5.6) πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον (I. 7.50)

English (Slater)

ᾰμιλλα
   1 competition, contest ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε (O. 5.6) νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (N. 9.12) καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶλτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται (I. 5.6) πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον (I. 7.50)