ἑρπετόν: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἕρπω]]): creeping [[thing]]; ὅσσ' ἐπὶ γαῖαν ἑρπετὰ γίγνονται, i. e. [[all]] the ‘creatures [[that]] [[move]]’ [[upon]] the [[earth]], Od. 4.418†. Cf. the 2d [[example]] [[under]] [[ἕρπω]].
|auten=([[ἕρπω]]): creeping [[thing]]; ὅσσ' ἐπὶ γαῖαν ἑρπετὰ γίγνονται, i. e. [[all]] the ‘creatures [[that]] [[move]]’ [[upon]] the [[earth]], Od. 4.418†. Cf. the 2d [[example]] [[under]] [[ἕρπω]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ἑρπετόν]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[animal]] ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ [[κύνα]] τρέχειν πυκινώτατον [[ἑρπετόν]] fr. 106. 3. met., [[monster]], κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει of an [[eruption]] of [[Etna]] (P. 1.25)
}}
{{Slater
|sltr=[[ἑρπετόν]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[animal]] ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ [[κύνα]] τρέχειν πυκινώτατον [[ἑρπετόν]] fr. 106. 3. met., [[monster]], κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει of an [[eruption]] of [[Etna]] (P. 1.25)
}}
}}

Revision as of 14:12, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρπετόν Medium diacritics: ἑρπετόν Low diacritics: ερπετόν Capitals: ΕΡΠΕΤΟΝ
Transliteration A: herpetón Transliteration B: herpeton Transliteration C: erpeton Beta Code: e(rpeto/n

English (LSJ)

Aeol.perh. ὄρπετον (q.v.), τό, (ἕρπω)

   A beast or animal which goes on all fours, Od.4.418 ; πᾶν ἑ. πληγῇ νέμεται Heraclit.11 ; ἑρπετὰ ὅσσα τρέφει μέλαινα γαῖα Alcm.60.3; ὄφις καὶ σαύρας καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἑρπετῶν Hdt.4.183 ; τοῖς μὲν ἄλλοις ἑρπετοῖς πόδας ἔδωκεν.., ἀνθρώπῳ δὲ καὶ χεῖρας X.Mem.1.4.11 ; ἑρπετά, opp. πετεινά, Hdt.1.140, cf. Theoc.15.118, A.R.4.1240: generally, ἑ. οὐδὲ γυνή Call.Jov.13 ; πυκινώτατον ἑ., of a hound, Pi.Fr.106 ; of insects, Semon.13, Nic.Fr. 74.46.    II creeping thing, reptile, esp. snake, E.Andr.269, Theoc. 24.57 ; περὶ κιναδέων τε καὶ ἑ. Democr.259 ; ἑρπετά τε καὶ δάκετα <πάντα> Ar.Av.1069 ; of the monster Typhoeus, with a snake's body, Pi.P.1.25.    2 as Adj., creeping, κακὸν ἑ. πρᾶγμα POxy.1060.7 (vi A. D.); τὰ ἑ. θηρία Philum.Ven.10.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρπετόν: τό, (ἕρπω) κτῆνος ἢ ζῶον βαδίζον ἐπὶ τῶν τεσσάρων ποδῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἄνθρωπον βαδίζοντα ἐπὶ τῶν δύο ποδῶν, Ὀδ. Δ. 418· ὄφις καὶ σαύρας καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἑρπετῶν Ἡρόδ. 4. 183· τοῖς μὲν ἄλλοις ἑρπετοῖς πόδας ἔδωκεν… ἀνθρώπῳ δὲ καὶ χεῖρας Ξεν. Ἀπομν. 1. 4. 11· ἑρπετά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πετεινά, Ἡροδ. 1. 140, πρβλ. Θεόκρ. 15. 118, Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1240: - ἐν Πινδ. Π. 1. 47 τὸ ἑκατὸν κεφαλὰς ἔχον τέρας ὁ Τυφὼς καλεῖται ἑρπετόν, πρβλ. Καλλ. εἰς Δία 13· πυκινώτατον ἑρπετόν, ἐπὶ κυνηγετικοῦ κυνός, Πινδ. Ἀποσπ. 73· ἐπὶ ἐντόμων, Σιμωνίδ. 12, Νικ. Ἀποσπ. 2. 46. ΙΙ. ἰδίως τὸ ἐπὶ τῆς κοιλίας ἕρπον, «ἑρπετόν», μάλισταὄφις, Εὐρ. Ἀνδρ. 269, Θεοκρ. 24. 56· ἑρπετά τε καὶ δακετὰ πάντα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1069.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
1 tout ce qui rampe ou se traîne, bête, animal;
2 particul. reptile, serpent.
Étymologie: ἕρπω.

English (Autenrieth)

(ἕρπω): creeping thing; ὅσσ' ἐπὶ γαῖαν ἑρπετὰ γίγνονται, i. e. all the ‘creatures that moveupon the earth, Od. 4.418†. Cf. the 2d example under ἕρπω.