θεοφιλής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> aimé des dieux, cher aux dieux;<br /><b>2</b> fortuné, heureux;<br /><i>Cp.</i> θεοφιλέστερος, <i>Sp.</i> θεοφιλέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[φιλέω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> aimé des dieux, cher aux dieux;<br /><b>2</b> fortuné, heureux;<br /><i>Cp.</i> θεοφιλέστερος, <i>Sp.</i> θεοφιλέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[φιλέω]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>θεοφῐλής</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[loved]] by [[heaven]] τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι Aigina (I. 6.66)
}}
}}

Revision as of 14:32, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοφιλής Medium diacritics: θεοφιλής Low diacritics: θεοφιλής Capitals: ΘΕΟΦΙΛΗΣ
Transliteration A: theophilḗs Transliteration B: theophilēs Transliteration C: theofilis Beta Code: qeofilh/s

English (LSJ)

ές, (φιλέω)

   A dear to the gods, highly favoured, of persons, Hdt.1.87, Democr.217, Pl.R.382e, Phlb.39e, etc.; of Moses, Ph.2.218 (Sup.); as honorary epith. in Egypt, Sammelb.421 (Sup.), al.; also, of places, etc., πόλις Pi.I.6(5).66; Ἄργος B.10.60; πόλιν . . θεοφιλεστάτην Eup.307; χώρα A.Eu.869 (Sup.); τύχαι Id.Fr.350.3; ἑορτή Ar.Ra.446; μοῖρα X. Ap.32; ἐπιτήδευμα lsoc.8.35 (Comp.), cf. Pl.Euthphr.7a; θεοφιλές [ἐστιν] εἰ . .' tis a mark of divine favour, if... Plu.2.30f. Adv. -λῶς, πράττειν to act as the gods will, Pl.Alc.1.134d: Comp. -έστερον, διαβεβιωκέναι Isoc.9.70.    II Act., loving God, Ph.2.415, Luc. JTr.47 (Sup.), Agath.3.13, Cod.Just.1.1.5.4 (Sup.). Adv. ἡ πόλις οὐ μόνον -λῶς ἀλλὰ καὶ φιλανθρώπως ἔσχεν Isoc.4.29, cf. Poll.1.22.

German (Pape)

[Seite 1198] ές, gottgeliebt; χώρα θεοφιλεστάτη Aesch. Eum. 869; πόλις Pind. I. 5, 62; ἑορτή Ar. Ran. 443; in Prosa, Plat. Menex. 166 c Rep. II, 382 e u. Folgde; μοῖρα, d. i. glückselig, Xen. Apol. 32. – Adv., θεοφιλῶς ἔχειν Isocr. 4, 29.

Greek (Liddell-Scott)

θεοφῐλής: -ές, (φιλέω) ἀγαπητὸς τοῖς θεοῖς, τὸ τοῦ Ὁρατίου Diis carus, Ἡρόδ. 1. 87˙ πόλις Πίνδ. Ι. 6 (5). 96˙ ἀντίθετ. τῷ θεομισής, πόλιν... θεοφιλεστάτην Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 13˙ χώρα Αἰσχύλ. Εὐμ. 869 (ἐν τῷ ὑπερθ.)˙ τύχαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 281˙ ἑορτὴ Ἀριστοφ. Βατρ. 443˙ μοῖρα Ξεν. Ἀπολ. 32˙ ἐπιτήδευμα Ἰσοκρ. 166C (ἐν τῷ συγκρ.), πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 7Α˙ ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 382Ε, κ. ἀλλ.: - θεοφιλές ἐστιν, εἰ..., σημεῖον θείας εὐνοίας εἶνε ἄν..., Πλούτ. 2. 30F. - Ἐπίρρ., θεοφιλῶς πράττω, ἐνεργῶ ὡς οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἢ θέλουσι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 134D. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 aimé des dieux, cher aux dieux;
2 fortuné, heureux;
Cp. θεοφιλέστερος, Sp. θεοφιλέστατος.
Étymologie: θεός, φιλέω.

English (Slater)

θεοφῐλής
   1 loved by heaven τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι Aigina (I. 6.66)