Δωριεύς: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />dorien ; [[οἱ]] Δωριεῖς, <i>att.</i> [[οἱ]] Δωριῆς :<br /><b>I.</b> les Doriens, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> les habitants de la Doride, en Grèce;<br /><b>2</b> les habitants de la Doride, en Asie mineure;<br /><b>3</b> les Lacédémoniens;<br /><b>4</b> les habitants du Péloponnèse;<br /><b>5</b> autres peuples doriens (Syracusains, Doriens de Crète, Épidauriens);<br /><b>II.</b> Doriées, métropole des Lacédémoniens. | |btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />dorien ; [[οἱ]] Δωριεῖς, <i>att.</i> [[οἱ]] Δωριῆς :<br /><b>I.</b> les Doriens, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> les habitants de la Doride, en Grèce;<br /><b>2</b> les habitants de la Doride, en Asie mineure;<br /><b>3</b> les Lacédémoniens;<br /><b>4</b> les habitants du Péloponnèse;<br /><b>5</b> autres peuples doriens (Syracusains, Doriens de Crète, Épidauriens);<br /><b>II.</b> Doriées, métropole des Lacédémoniens. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>Δωρῐεύς</b> <br /> <b>1</b> [[Dorian]] <br /> <b>a</b> adj., [[always]] in [[connection]] [[with]] Aigina. τεθμὸς δέ [[τις]] ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν Δωριεῖ λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ ([[ὅτι]] [[μετὰ]] τὴν Αἰακοῦ βασιλείαν Δωριεῖς τῆς Αἰγίνης ἐκράτησαν. Σ) (O. 8.30) [[ἔδεκτο]] Κίρραθεν ἐστεφανωμένον υἱὸν ποίᾳ Παρνασσίδι Δωριεῖ τε κώμῳ (τῷ [[τῶν]] Αἰγινήτων ὕμνῳ. Σ) (P. 8.20) σὺν [[θεῶν]] δέ νιν (= Αἴγιναν) αἴσᾳ Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο (οἱ γὰρ ἀπὸ Δώρου Ἀργεῖοι ᾤκισαν Αἴγιναν, ἡγουμένου αὐτῶν [[τοῦ]] στόλου Τριάκοντος. Σ) (I. 9.4) ὀνυμακλύτα γ' ἔνεσσι Δωριεῖ μεδέοισα πόντῳ [[νᾶσος]] (sc. [[Αἴγινα]]. i. e. in the [[Saronic]] [[gulf]]) (Pae. 6.123) <br /> <b>b</b> subs. θέλοντι δὲ Παμφύλου καὶ μὰν Ἡρακλειδᾶν ἔκγονοι ὄχθαις ὑπὸ Ταυγέτου ναίοντες αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς (sc. οἱ Λακεδαιμόνιοι) (P. 1.65) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 17 August 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A Dorian, descendant of Dorus son of Hellen, IG12(5).225 (Paros): pl., Δωριεῖς, Ion. -ιέες, Att. -ιῆς, οἱ, the Dorians, Od.19.177, etc. II as Adj., = Δωρικός, Pi.P.8.20.
Greek (Liddell-Scott)
Δωριεύς: έως, ὁ, ἀπόγονος τοῦ Δώρου υἱοῦ τοῦ Ἔλληνος· πληθ. Δωριεῖς, Ἀττ. -ιῆς, οἱ, Ὀδ. Τ. 177, Ἡρόδ., κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. =Δωρικός, Πίνδ. Π. 8. 28.
French (Bailly abrégé)
έως;
adj. m.
dorien ; οἱ Δωριεῖς, att. οἱ Δωριῆς :
I. les Doriens, càd :
1 les habitants de la Doride, en Grèce;
2 les habitants de la Doride, en Asie mineure;
3 les Lacédémoniens;
4 les habitants du Péloponnèse;
5 autres peuples doriens (Syracusains, Doriens de Crète, Épidauriens);
II. Doriées, métropole des Lacédémoniens.
English (Slater)
Δωρῐεύς
1 Dorian
a adj., always in connection with Aigina. τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν Δωριεῖ λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ (ὅτι μετὰ τὴν Αἰακοῦ βασιλείαν Δωριεῖς τῆς Αἰγίνης ἐκράτησαν. Σ) (O. 8.30) ἔδεκτο Κίρραθεν ἐστεφανωμένον υἱὸν ποίᾳ Παρνασσίδι Δωριεῖ τε κώμῳ (τῷ τῶν Αἰγινήτων ὕμνῳ. Σ) (P. 8.20) σὺν θεῶν δέ νιν (= Αἴγιναν) αἴσᾳ Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο (οἱ γὰρ ἀπὸ Δώρου Ἀργεῖοι ᾤκισαν Αἴγιναν, ἡγουμένου αὐτῶν τοῦ στόλου Τριάκοντος. Σ) (I. 9.4) ὀνυμακλύτα γ' ἔνεσσι Δωριεῖ μεδέοισα πόντῳ νᾶσος (sc. Αἴγινα. i. e. in the Saronic gulf) (Pae. 6.123)
b subs. θέλοντι δὲ Παμφύλου καὶ μὰν Ἡρακλειδᾶν ἔκγονοι ὄχθαις ὑπὸ Ταυγέτου ναίοντες αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς (sc. οἱ Λακεδαιμόνιοι) (P. 1.65)