ἱπποδρομία: Difference between revisions

From LSJ
(SL_1)
(18)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἱπποδρομία]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[horse]] [[race]] Πυθὼ [[κῦδος]] ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας (P. 4.67) ἱπποδρομίᾳ κρατέων (I. 3.13)
|sltr=[[ἱπποδρομία]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[horse]] [[race]] Πυθὼ [[κῦδος]] ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας (P. 4.67) ἱπποδρομίᾳ κρατέων (I. 3.13)
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ἱπποδρομία]]) [[ιππόδρομος]]<br />[[ιπποδρομικός]] [[αγώνας]], [[αγώνας]] ταχύτητας ίππων ή αρμάτων, [[αρματοδρομία]] («Παναθηναίων τῶν μεγάλων [[ἱπποδρομία]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] παιχνιδιού («[[ἱπποδρομία]] παιδική, ἥν καλοῡσι Τροίαν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποδρομία Medium diacritics: ἱπποδρομία Low diacritics: ιπποδρομία Capitals: ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΑ
Transliteration A: hippodromía Transliteration B: hippodromia Transliteration C: ippodromia Beta Code: i(ppodromi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A horse-race or chariot-race, Pi.P.4.67, I.3.13, X.Smp.1.2, Pl.Ion537a, Arist.Ath.60.1, IG22.784 (iii B.C.), SIG730.30 (Olbia, i B.C.); ἱ. ἄγειν Ar.Pax900; ποιεῖν Th.3.104; ἱ. παιδική, ἣν καλοῦσι Τροίαν,= Lat. ludus Troiae, Plu.Cat.Mi.3.

German (Pape)

[Seite 1259] ἡ, Pferderennen, Wettlauf zu Pferde od. zu Wagen; Pind. P. 4, 67 I. 3, 13; Plat. Ion 537 a; ἄγειν Ar. Pax 899; ποιεῖν Thuc. 3, 104; Xen. Hell. 3, 2, 5. Vgl. Plut. Cat. min. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποδρομία: ἡ, ἱπποδρομικὸς ἀγὼν ἵππων ἢ ἁρμάτων, Πινδ. Π. 4. 119, Ι. 3. 21, Ἀττ.· ἱπποδρομίαν ἄξετε Ἀριστοφ. Εἰρ. 899· ποιεῖν Θουκ. 3. 104· ἱππ. παιδική, ἣν καλοῦσι Τροίαν (ἣν περιγράφει ὁ Οὐεργίλιος ἐν Αἰν. 5. 545 κἑξ.), Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱπποδρομία· ἀγὼν Ἀθήνησι Θησεῖ ἀγόμενος».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
course de chevaux ou de chars.
Étymologie: ἱππόδρομος.

English (Slater)

ἱπποδρομία
   1 horse race Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας (P. 4.67) ἱπποδρομίᾳ κρατέων (I. 3.13)

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱπποδρομία) ιππόδρομος
ιπποδρομικός αγώνας, αγώνας ταχύτητας ίππων ή αρμάτων, αρματοδρομία («Παναθηναίων τῶν μεγάλων ἱπποδρομία», Ξεν.)
αρχ.
ονομασία παιχνιδιού («ἱπποδρομία παιδική, ἥν καλοῡσι Τροίαν», Πλούτ.).