ἠδέ: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(SL_1)
(4)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἠδέ]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> and [[ὅσσα]] τ' ἐν Δελφοῖσιν ἀριστεύσατε ἠδὲ χόρτοις ἐν λέοντος (O. 13.44) ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (οἱ δὲ v. l.) fr. 203. 3. combined [[with]] τε; καὶ τότ ἐγὼ σαρκῶν τ' ἐνοπὰν λτ;γτ; ἠδ ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” fr. 168. 5.
|sltr=[[ἠδέ]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> and [[ὅσσα]] τ' ἐν Δελφοῖσιν ἀριστεύσατε ἠδὲ χόρτοις ἐν λέοντος (O. 13.44) ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (οἱ δὲ v. l.) fr. 203. 3. combined [[with]] τε; καὶ τότ ἐγὼ σαρκῶν τ' ἐνοπὰν λτ;γτ; ἠδ ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” fr. 168. 5.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠδέ:''' και, [[κυρίως]] αντιστοιχεί προς το [[ἠμέν]], βλ. [[ἠμέν]]· [[αλλά]] [[συχνά]] και [[χωρίς]] το [[ἠμέν]], ίδιο ακριβώς με το [[καί]], και· <i>ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ενώ ο [[συνδυασμός]] ἠδὲ [[καί]] σημαίνει και ομοίως, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠδέ Medium diacritics: ἠδέ Low diacritics: ηδέ Capitals: ΗΔΕ
Transliteration A: ēdé Transliteration B: ēde Transliteration C: ide Beta Code: h)de/

English (LSJ)

   A and, prop. correlative to ἠμέν: ἠμὲν... ἠδὲ . ., both... and . ., Il.7.302, etc.    II without ἠμέν, and, ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες 2.79, cf. 1.41,96,251, etc.: sts. with τε before it, σκῆπτρόν τ' ἠδὲ θέμιστας 9.99; Ἕκτορ τ' ἠδ' ἄλλοι 12.61; Ἥρη τ' ἠδὲ Ποσειδάων καὶ Παλλὰς Ἀθήνη 1.400; αὐτός τ' ἀναχάζομαι ἠδὲ . . 5.822, cf. Pi.O.13.44; also μὲν... ἠδὲ . . Od.1.240, 12.381, etc.; μέν τε... ἠδὲ . . Orph.H.14.9; παίδων ἠδ' ἀλόχων καὶ κτήσιος ἠδὲ τοκήων Il.15.663; ἠ. καί and also, 1.334, Od.2.209, 4.235, 1.240; ἠδ' ἔτι καί Il.1.455, 2.118; ἠδέ τε AP 9.788.9.—The Trag. use . in anapaestics and lyrics, A.Pers.16, 289, etc.; and (less freq.) in iamb., as Id.Ch.1025, Eu.414, S.Fr.386, 549, E.Hec.323, HF30: twice found in Com., Eup.14 (anap.), Alex.133.6(trim., s.v.l.). Not in Att. Prose; used by Hp. (= ἔτι δέ) acc. to Gal.19.102, cf. Aret.CD2.7; ἀτὰρ ἠδέ ib.1.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἠδέ: καί, κυρίως ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸ ἠμέν· ἠμὲν..., ἠδὲ..., καὶ..., καὶ…, ἴδε ἐν λ. ἠμέν· - ἀλλά, ΙΙ. συχνάκις παρ’ Ὁμ. ἄνευ τοῦ ἠμέν, ἀκριβῶς ὅμοιον τῷ καί, ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες Ἰλ. Β. 79, πρβλ. Α. 41, 96, 251, κλ.· -ἐνίοτε ἔχον πρὸ ἑαυτοῦ τὸ τε· σκῆπτρόν τ’ ἠδὲ θέμιστας Ι. 99· Ἕκτορ τ’ ἠδ’ ἄλλοι Μ. 61· Ἥρη τ’ ἠδὲ Ποσειδάων καὶ Παλλὰς Ἀθήνη Α. 400 μεταξὺ τῶν τε καὶ ἠδὲ δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ καὶ λέξις τις, αὐτός τ’ ἀναχάζομαι ἠδὲ..., Ε. 822, πρβλ. Πινδ. Ο. 13. 62· καί, μὲν..., ἠδὲ..., Ὀδ. Α. 239. Μ. 380, κτλ.· μέν τε..., ἠδὲ..., Ὀρφ. Ὕμν. 13. 8· ἐνίοτε δὲ τίθεται καὶ μεταξὺ τῶν ἠδὲ..., ἠδὲ..., παίδων ἠδ’ ἀλόχων καὶ κτήσιος ἠδὲ τοκήων Ἰλ. Ο. 663· - ἀλλὰ τὸ ἠδὲ καὶ ὁμοῦ συνημμένον σημαίνει: καὶ ὡσαύτως, Ἰλ. Α. 334, Ὀδ. Β. 209· ἠδέ κε καί, καὶ δυνατὸν ὡσαύτως, Ὀδ. Α. 240· ἠδ’ αὖτε Ἰλ. Η 302· ἠδ’ ἔτι καί, ἔτι ἀκόμη, Α. 455, Β. 118· ἠδέ τε Ἀνθ. Π. 9. 788· - σπανιώτατον ἐν τῇ ἀρχῇ προτάσεως, ἠδὲ καὶ οἵδε Ὀδ. Δ. 235. - Οἱ Τραγικοὶ μεταχειρίζονται τὸ ἠδὲ ἐν ἀναπαιστικοῖς καὶ λυρικοῖς χωρίοις, Αἰσχύλ. Πέρσ. 16, 21, 22, 26, κ.τλ. καὶ (σπανιώτερον) ἐν ἰαμβικοῖς, ὡς Αἰσχύλ. Χο. 1025, Εὐμ. 414, Σοφ. Ἀποσπ. 345, 493, Εὐρ. Ἑκ. 323, Ἡρ. Μαιν. 30· ἀπαντᾷ δὶς ἔτι καὶ παρὰ τοῖς κωμικοῖς, Εὔπολ. Αἰξ. 1, Ἄλεξ. Λευκ. 1· ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. πεζογράφων. - Πρβλ. τὸ Ἐπ. ἰδέ.

French (Bailly abrégé)

conj. poét.
et : ἠμὲν… ἠδέ IL, ἠδέκαί IL et… et ; ἠδὲ καί IL et aussi.
Étymologie: ἤ, δέ.

English (Autenrieth)

and; combined, ἠδὲ.. καὶ.. ἠδέ, τ' ἠδέ, τὲ.. ἠδέ, τὲ.. ἠδὲ καί, Il. 15.663, Il. 2.206, Od. 1.12, Il. 5.822; ἠδὲ καί, ‘and also,’ Il. 1.334, etc.; freq. correl. to ἠμέν, also to μέν.

English (Slater)

ἠδέ
   1 and ὅσσα τ' ἐν Δελφοῖσιν ἀριστεύσατε ἠδὲ χόρτοις ἐν λέοντος (O. 13.44) ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (οἱ δὲ v. l.) fr. 203. 3. combined with τε; καὶ τότ ἐγὼ σαρκῶν τ' ἐνοπὰν λτ;γτ; ἠδ ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” fr. 168. 5.

Greek Monotonic

ἠδέ: και, κυρίως αντιστοιχεί προς το ἠμέν, βλ. ἠμέν· αλλά συχνά και χωρίς το ἠμέν, ίδιο ακριβώς με το καί, και· ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, σε Ομήρ. Ιλ.· ενώ ο συνδυασμός ἠδὲ καί σημαίνει και ομοίως, σε Όμηρ.