πεπαρεῖν: Difference between revisions
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
(SL_2) |
(31) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>πεπᾰρεῑν</b> [[defect]]. aor., <br /> <b>1</b> [[show]] τὺ δὲ [[σάφα]] νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ [[πεπαρεῖν]] (P. 2.57) | |sltr=<b>πεπᾰρεῑν</b> [[defect]]. aor., <br /> <b>1</b> [[show]] τὺ δὲ [[σάφα]] νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ [[πεπαρεῖν]] (P. 2.57) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και δ. γρφ. πεπορεῑν Α<br />(στον <b>Πίνδ.</b> και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) το να επιδεικνύει ή να αποδεικνύει [[κανείς]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος τ. απαρεμφάτου αορ. με διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ., [[ενδεικτικός]] του λεξιλογίου της μαντικής και του μυστικισμού. Η [[σύνδεση]] του τ. με το λατ. <i>p</i><i>ā</i><i>reo</i> «[[φαίνομαι]], εμφανίζομαι» προσκρούει στη [[μακρότητα]] του λατ. -<i>ā</i>-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
aor. 2 inf., only in Pi.P.2.57 (
A v.l. πεπορεῖν, also cited by Hsch., who expl. πεπαρεῖν by ἐνδεῖξαι, σημῆναι, display, manifest ; and cites πεπᾰρεύσιμος· εὔφραστος, σαφής).
German (Pape)
[Seite 559] Pind. P. 2, 57, vorzeigen, zur Schau stellen, ein einzeln stehender äol. int. aor. II., den die Scholl. u. VLL. durch ἐνδεῖξαι, σημῆναι erklären, vielleicht nach Böckh verwandt mit dem lat. pareo. Andere wollten πεπορεῖν ändern als einen aor. II. zu πορέω. S. aber das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
πεπᾰρεῖν: παλαιόν τι ἀπαρέμφ. ἀορ. β΄ ἀπαντῶν μόνον ἐν Πινδ. Π. 2.105 (μετὰ διαφ. γραφ. πεπορεῖν, μνημονευομένης καὶ ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ.: «πεπορεῖν· δοῦναι»)· ἀλλὰ τὸ πεπαρεῖν ἑρμηνεύει ὁ αὐτός: «ἐνδεῖξαι, σημῆναι», ὡσαύτως μνημονεύει: πεπᾰρεύσιμον· «εὔφραστον, σαφές»· ― τὸ ὄνομα τῆς νήσου Πεπαρήθου ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγεται.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 poét.
faire pénétrer ; faire voir, montrer.
Étymologie: v. πείρω.
English (Slater)
πεπᾰρεῑν defect. aor.,
1 show τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν (P. 2.57)
Greek Monolingual
και δ. γρφ. πεπορεῑν Α
(στον Πίνδ. και κατά τον Ησύχ.) το να επιδεικνύει ή να αποδεικνύει κανείς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ. απαρεμφάτου αορ. με διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ., ενδεικτικός του λεξιλογίου της μαντικής και του μυστικισμού. Η σύνδεση του τ. με το λατ. pāreo «φαίνομαι, εμφανίζομαι» προσκρούει στη μακρότητα του λατ. -ā-].