χειά: Difference between revisions
(SL_2) |
(46) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[χειά]] <br /> <b>1</b> [[hole]] ἥβαν γὰρ [[οὐκ]] ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ [[καλῶν]] δάμασεν (Tricl.: χόα vel χεία πω cod., at [[fort]]. magis corruptus locus) (I. 8.70) | |sltr=[[χειά]] <br /> <b>1</b> [[hole]] ἥβαν γὰρ [[οὐκ]] ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ [[καλῶν]] δάμασεν (Tricl.: χόα vel χεία πω cod., at [[fort]]. magis corruptus locus) (I. 8.70) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ιων. τ. [[χειή]] και επικ. τ. [[χέεια]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[τρύπα]], [[φωλιά]] ζώου και, [[κυρίως]], φιδιού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἥβαν οὐκ ἄπειρον καλῶν ἐδάμασεν ὑπὸ χειᾷ»<br /><b>μτφ.</b> δεν έθαψε τη [[νιότη]] του (<b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Οι συνδέσεις της λ. [[χειά]], τόσο με τη λ. [[χάος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>χαF</i>-) μέσω ενός αμάρτυρου <i>χεFεσιά</i> (<b>πρβλ.</b> τον τ. [[χέεια]], από όπου, [[κατά]] την [[άποψη]] αυτή, με [[συναίρεση]] ο τ. [[χειά]]) όσο και με το λατ. <i>fovea</i> «[[βόθρος]], όρυγμα», δεν θεωρούνται ιδιαίτερα πιθανές]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. χειή, ἡ,
A hole, esp. of serpents, Il.22.93,95, Plu.2.169e, Orph.L.473; ἥβαν οὐχ ὑπὸ χειᾷ δάμασεν he buried not his youth in a hole, Pi.I.8(7).77: pl., Schwyzer 194.5 (Crete).
German (Pape)
[Seite 1341] ἡ, ion. u. ep. χειή, Loch, Höhle, Schlupfwinkel, bes. der Schlangen und Drachen; Il. 22, 93. 95; Pind. I. 7, 70. S. χέεια.
Greek (Liddell-Scott)
χειά: Ἰωνικ. χειή, ἡ, ὀπή, μάλιστα ὄφεων, Ἰλ. Χ. 93, 95, Πυθαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 169Ε· ἥβαν ὑπὸ χειᾷ οὐκ ἐδάμασε, δὲν ἔθαψε τὴν νεότητά του ἐντὸς ὀπῆς, Πινδ. 1. 8 (7) ἐν τέλ. (Ἐκ τῆς √ΧΑ, ἴδε τὸ ῥῆμα χάσκω).
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
trou où se cachent les serpents.
Étymologie: R. Χα, être béant ; v. χάσκω.
English (Slater)
χειά
1 hole ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν (Tricl.: χόα vel χεία πω cod., at fort. magis corruptus locus) (I. 8.70)
Greek Monolingual
και ιων. τ. χειή και επικ. τ. χέεια, ἡ, Α
1. τρύπα, φωλιά ζώου και, κυρίως, φιδιού
2. φρ. «ἥβαν οὐκ ἄπειρον καλῶν ἐδάμασεν ὑπὸ χειᾷ»
μτφ. δεν έθαψε τη νιότη του (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Οι συνδέσεις της λ. χειά, τόσο με τη λ. χάος (< θ. χαF-) μέσω ενός αμάρτυρου χεFεσιά (πρβλ. τον τ. χέεια, από όπου, κατά την άποψη αυτή, με συναίρεση ο τ. χειά) όσο και με το λατ. fovea «βόθρος, όρυγμα», δεν θεωρούνται ιδιαίτερα πιθανές].