λαβδακισμός: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
mNo edit summary
(22)
Line 18: Line 18:


[[Category:French]]
[[Category:French]]
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λαβδακισμός]]) [[λαβδακίζω]]<br /><b>1.</b> η συχνή [[χρήση]] του λ<br /><b>2.</b> ελαττωματική [[άρθρωση]] και [[προφορά]] του φθόγγου Λ, ως υγρού —ως γ— ή παχέος —ως [[διπλού]] λλ— ή του φθόγγου ρ όπως τα νήπια: <i>νελό</i> [[αντί]] [[νερό]].
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαβδᾰκισμός Medium diacritics: λαβδακισμός Low diacritics: λαβδακισμός Capitals: ΛΑΒΔΑΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: labdakismós Transliteration B: labdakismos Transliteration C: lavdakismos Beta Code: labdakismo/s

English (LSJ)

ὁ, lambdacism, lallation (λάμβδα, λάβδα) a defect in pronunciation, Quint.Inst.1.5.32 (pl.), Diom.453 K.

German (Pape)

[Seite 1] ὁ, Lambdazismus, λαμβδακισμός (err.)

French

labdacisme, lambdacisme

Greek Monolingual

ο (Α λαβδακισμός) λαβδακίζω
1. η συχνή χρήση του λ
2. ελαττωματική άρθρωση και προφορά του φθόγγου Λ, ως υγρού —ως γ— ή παχέος —ως διπλού λλ— ή του φθόγγου ρ όπως τα νήπια: νελό αντί νερό.