ἀναθηλέω: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(big3_3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[reverdecer]], [[retoñar]] τόδε σκῆπτρον ... οὐδ' ἀναθηλήσει <i>Il</i>.1.236, ῥίζη δ' ἀναθηλήσει <i>Orac.Sib</i>.11.252<br /><b class="num">•</b>fig. [[αὐτίκα]] [[γάρ]] μοι χρὼς ἀναθηλήσει κρατὶ μελαινομένῳ <i>AP</i> 5.264 (Paul.Sil.). | |dgtxt=[[reverdecer]], [[retoñar]] τόδε σκῆπτρον ... οὐδ' ἀναθηλήσει <i>Il</i>.1.236, ῥίζη δ' ἀναθηλήσει <i>Orac.Sib</i>.11.252<br /><b class="num">•</b>fig. [[αὐτίκα]] [[γάρ]] μοι χρὼς ἀναθηλήσει κρατὶ μελαινομένῳ <i>AP</i> 5.264 (Paul.Sil.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναθηλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[θάλλω]]), ξαναβλασταίνω, [[φυτρώνω]] εκ νέου, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A sprout afresh, οὐδ' ἀναθηλήσει Il.1.236.
German (Pape)
[Seite 188] wieder aufgrünen, Il. 1, 236.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθηλέω: ὡς τὸ ἀναθάλλω, βλαστάνω ἐκ νέου, οὐδ’ ἀναθηλήσει, οὐδ’ ἀναβλαστήσει, Ἰλ. Α. 236.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pousser ou fleurir de nouveau.
Étymologie: ἀνά, θάλλω.
English (Autenrieth)
(θάλλω): bloom again, fut., Il. 1.236†.
Spanish (DGE)
reverdecer, retoñar τόδε σκῆπτρον ... οὐδ' ἀναθηλήσει Il.1.236, ῥίζη δ' ἀναθηλήσει Orac.Sib.11.252
•fig. αὐτίκα γάρ μοι χρὼς ἀναθηλήσει κρατὶ μελαινομένῳ AP 5.264 (Paul.Sil.).
Greek Monotonic
ἀναθηλέω: μέλ. -ήσω (θάλλω), ξαναβλασταίνω, φυτρώνω εκ νέου, σε Ομήρ. Ιλ.