ἀπελευθερόω: Difference between revisions
(big3_5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [tes. perf. inf. pas. ἀπειλευθερούσθειν <i>IG</i> 9(2).553.1, 4 (Larisa)]<br />[[emancipar]], [[manumitir]], [[ἐάν]] τις μὴ θεραπεύῃ τοὺς ἀπελευθερώσαντας Pl.<i>Lg</i>.915a, cf. 855b, <i>PVarsov</i>.10.1.4, 2.9 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas. τίνα αἱρεῖται ἐπίτροπον ὁ ἀπελευθερούμενος; Arist.<i>Rh</i>.1408<sup>b</sup>25, ὅτι οὐκ ἀπηλευθερώθη LXX <i>Le</i>.19.20, cf. <i>IG</i> ll.cc., <i>POxy</i>.722.18 (I d.C.), Ph.2.568, <i>BGU</i> 96.13 (III d.C.), <i>PGnom</i>.19, 20, <i>IG</i> 9(2).1044a.5 (I d.C.). | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [tes. perf. inf. pas. ἀπειλευθερούσθειν <i>IG</i> 9(2).553.1, 4 (Larisa)]<br />[[emancipar]], [[manumitir]], [[ἐάν]] τις μὴ θεραπεύῃ τοὺς ἀπελευθερώσαντας Pl.<i>Lg</i>.915a, cf. 855b, <i>PVarsov</i>.10.1.4, 2.9 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas. τίνα αἱρεῖται ἐπίτροπον ὁ ἀπελευθερούμενος; Arist.<i>Rh</i>.1408<sup>b</sup>25, ὅτι οὐκ ἀπηλευθερώθη LXX <i>Le</i>.19.20, cf. <i>IG</i> ll.cc., <i>POxy</i>.722.18 (I d.C.), Ph.2.568, <i>BGU</i> 96.13 (III d.C.), <i>PGnom</i>.19, 20, <i>IG</i> 9(2).1044a.5 (I d.C.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπελευθερόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[χειραφετώ]] δούλο, τον [[απελευθερώνω]] από τη [[δουλεία]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A emancipate a slave, Pl.Lg.915asq., POxy.722.18 (i A.D.):—Pass., Pl.Lg.915b; αἱρεῖται ἐπίτροπον ὁ ἀπελευθερούμενος Arist.Rh.1408b25.
German (Pape)
[Seite 286] freilassen, in Freiheit setzen, Plat. Legg. 915 a u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελευθερόω: ἀποδίδω τὴν ἐλευθερίαν εἰς δοῦλον, Πλάτ. Νόμ. 915Α κέξ.: - Παθ., αὐτόθι Β· ὁ ἀπελευθερούμενος αἱρεῖται ἐπίτροπον Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
affranchir.
Étymologie: ἀπελεύθερος.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tes. perf. inf. pas. ἀπειλευθερούσθειν IG 9(2).553.1, 4 (Larisa)]
emancipar, manumitir, ἐάν τις μὴ θεραπεύῃ τοὺς ἀπελευθερώσαντας Pl.Lg.915a, cf. 855b, PVarsov.10.1.4, 2.9 (II d.C.)
•en v. pas. τίνα αἱρεῖται ἐπίτροπον ὁ ἀπελευθερούμενος; Arist.Rh.1408b25, ὅτι οὐκ ἀπηλευθερώθη LXX Le.19.20, cf. IG ll.cc., POxy.722.18 (I d.C.), Ph.2.568, BGU 96.13 (III d.C.), PGnom.19, 20, IG 9(2).1044a.5 (I d.C.).
Greek Monotonic
ἀπελευθερόω: μέλ. -ώσω, χειραφετώ δούλο, τον απελευθερώνω από τη δουλεία, σε Πλάτ.