ἀκύθηρος: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(big3_2) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[sin gracia]], [[sin encanto]] Cic.<i>Fam</i>.7.32.2, τὸ ἀ. Eun.<i>VS</i> 457. | |dgtxt=-ον<br />[[sin gracia]], [[sin encanto]] Cic.<i>Fam</i>.7.32.2, τὸ ἀ. Eun.<i>VS</i> 457. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκύθηρος]], -ον (Α)<br />ο [[αναφρόδιτος]], αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>Κυθήρη</i>, [[άλλη]] [[ονομασία]] της Αφροδίτης]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,(Κῠθήρη)
A like ἀναφρόδιτος, without charms, Cic.Fam. 7.32.2; τὸ ἀ Eun.VSp.457.14B.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκύθηρος: -ον, (Κῠθήρη), ὡς τὸ ἀναφρόδιτος, Λατ. invenustus, ἄνευ θελγήτρων, Κικ. Fam. 7. 32, 2, Εὐνάπ. 10.
Spanish (DGE)
-ον
sin gracia, sin encanto Cic.Fam.7.32.2, τὸ ἀ. Eun.VS 457.
Greek Monolingual
ἀκύθηρος, -ον (Α)
ο αναφρόδιτος, αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + Κυθήρη, άλλη ονομασία της Αφροδίτης].