ἀστεροειδής: Difference between revisions
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[estrellado]] ἀστεροειδέα νῶτα ... αἰθέρος ἱερᾶς E.<i>Fr</i>.114.<br /><b class="num">2</b> [[semejante a las estrellas]] φύσεις Ph.1.20, αὐγαί Ph.1.633, σῶμα Plu.2.933e.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de manera semejante a una estrella]] ὁ δὲ δεδολωμένος ἐπιπλεῖ ... διαχεόμενος ἀ. Dsc.1.19. | |dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[estrellado]] ἀστεροειδέα νῶτα ... αἰθέρος ἱερᾶς E.<i>Fr</i>.114.<br /><b class="num">2</b> [[semejante a las estrellas]] φύσεις Ph.1.20, αὐγαί Ph.1.633, σῶμα Plu.2.933e.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de manera semejante a una estrella]] ὁ δὲ δεδολωμένος ἐπιπλεῖ ... διαχεόμενος ἀ. Dsc.1.19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (AM [[ἀστεροειδής]], -ές)<br />ο όμοιος με αστέρα<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[γεμάτος]] αστέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αστήρ]] (-[[έρος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A star-like, Ph.1.20,633 (Sup.), Plu.2.933e. Adv. -δῶς Dsc.1.19. II starred, starry, E.Fr.114 ap.Ar.Th.1067.
German (Pape)
[Seite 375] ές, sternenähnlich, Plut.; gestirnt, voll Sterne, αἰθήρ Eur. Andr. frg. 28, 3; vgl. Ar. Th. 1066.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεροειδής: -ές, ὅμοιος ἀστέρι, Πλούτ. 2. 933Ε. - Ἐπίρρ. -δῶς Διοσκ. 1. 18. ΙΙ. πλήρης ἀστέρων, ἀστερώδης, Εὐρ. (Ἀποσπ. 114) παρ’ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1067.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 semblable à une étoile, astéroïde;
2 étoilé.
Étymologie: ἀστήρ, εἶδος.
Spanish (DGE)
-ές
I 1estrellado ἀστεροειδέα νῶτα ... αἰθέρος ἱερᾶς E.Fr.114.
2 semejante a las estrellas φύσεις Ph.1.20, αὐγαί Ph.1.633, σῶμα Plu.2.933e.
II adv. -ῶς de manera semejante a una estrella ὁ δὲ δεδολωμένος ἐπιπλεῖ ... διαχεόμενος ἀ. Dsc.1.19.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀστεροειδής, -ές)
ο όμοιος με αστέρα
νεοελλ.
ο γεμάτος αστέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ (-έρος) + -ειδής < είδος].