ἀχρηστία: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hp.<i>Praec</i>.9<br /><b class="num">1</b> [[inutilidad]], [[ineptitud]] τῆς μέντοι ἀχρηστίας τοὺς μὴ χρωμένους κέλευε αἰτιᾶσθαι Pl.<i>R</i>.489b, ἡγεύμεθα γὰρ ἀχρηστίην Hp.l.c., cf. Plu.2.1130e, Them.<i>Or</i>.26.326a, <i>AP</i> 15.38 (Comet.)<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀ. τῶν ὅπλων ineficacia de las armas</i> Phld.<i>Sto</i>.16.1, τῶν ποδῶν Sud.<br /><b class="num">2</b> [[el hecho de no usar algo]] καὶ περὶ τἆλλα δὴ πάντα ἡ [[δικαιοσύνη]] ἑκάστου ἐν μὲν χρήσει [[ἄχρηστος]], ἐν δὲ ἀχρηστίᾳ χρήσιμος; ¿y así, respecto de todas las demás cosas, la justicia es inútil en el uso y útil cuando no se usa?</i> Pl.<i>R</i>.333d, ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος Plu.2.135b. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hp.<i>Praec</i>.9<br /><b class="num">1</b> [[inutilidad]], [[ineptitud]] τῆς μέντοι ἀχρηστίας τοὺς μὴ χρωμένους κέλευε αἰτιᾶσθαι Pl.<i>R</i>.489b, ἡγεύμεθα γὰρ ἀχρηστίην Hp.l.c., cf. Plu.2.1130e, Them.<i>Or</i>.26.326a, <i>AP</i> 15.38 (Comet.)<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀ. τῶν ὅπλων ineficacia de las armas</i> Phld.<i>Sto</i>.16.1, τῶν ποδῶν Sud.<br /><b class="num">2</b> [[el hecho de no usar algo]] καὶ περὶ τἆλλα δὴ πάντα ἡ [[δικαιοσύνη]] ἑκάστου ἐν μὲν χρήσει [[ἄχρηστος]], ἐν δὲ ἀχρηστίᾳ χρήσιμος; ¿y así, respecto de todas las demás cosas, la justicia es inútil en el uso y útil cuando no se usa?</i> Pl.<i>R</i>.333d, ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος Plu.2.135b. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἀχρηστία]]) [[άχρηστος]]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] άχρηστο, ακατάλληλο για [[χρήση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[αχρήστευση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. ἀχρηστίη, ἡ,
A uselessness, unfitness, Hp.Praec. 9, Pl.R.489b, AP15.38 (Comet.), Them.Or.26.326a. II non-usance of a thing, Pl.R.333d, Plu.2.135c.
German (Pape)
[Seite 419] ἡ, Unbrauchbarkeit, Plat. Rep. VI, 48) b; Nichtgebrauch, I, 333 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρηστία: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἄχρηστος, Ἱππ. 27. 49, Πλάτ. Πολ. 489Β. ΙΙ. τὸ νὰ μὴ μεταχειρίζηταί τις πρᾶγμά τι, αὐτόθι 333D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
le fait de ne pas se servir d’une chose.
Étymologie: ἄχρηστος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Praec.9
1 inutilidad, ineptitud τῆς μέντοι ἀχρηστίας τοὺς μὴ χρωμένους κέλευε αἰτιᾶσθαι Pl.R.489b, ἡγεύμεθα γὰρ ἀχρηστίην Hp.l.c., cf. Plu.2.1130e, Them.Or.26.326a, AP 15.38 (Comet.)
•c. gen. ἀ. τῶν ὅπλων ineficacia de las armas Phld.Sto.16.1, τῶν ποδῶν Sud.
2 el hecho de no usar algo καὶ περὶ τἆλλα δὴ πάντα ἡ δικαιοσύνη ἑκάστου ἐν μὲν χρήσει ἄχρηστος, ἐν δὲ ἀχρηστίᾳ χρήσιμος; ¿y así, respecto de todas las demás cosas, la justicia es inútil en el uso y útil cuando no se usa? Pl.R.333d, ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος Plu.2.135b.
Greek Monolingual
η (AM ἀχρηστία) άχρηστος
το να είναι κάτι άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση
νεοελλ.
η αχρήστευση.