διαύγιον: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br />[[respiradero]], [[agujero]] δ. ἔστω ... ἐν τῷ κύτει τοῦ ῥυτοῦ Hero <i>Spir</i>.1.18, cf. 1.9, 35, 2.1, 13, 19, 28, Procl.<i>Hyp</i>.3.16. | |dgtxt=-ου, τό<br />[[respiradero]], [[agujero]] δ. ἔστω ... ἐν τῷ κύτει τοῦ ῥυτοῦ Hero <i>Spir</i>.1.18, cf. 1.9, 35, 2.1, 13, 19, 28, Procl.<i>Hyp</i>.3.16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαύγιον]], το (Α)<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[διαύγεια]], μικρή [[τρύπα]], [[φεγγίτης]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[τρύπα]] σε [[οχύρωμα]] κατάλληλη για [[κατόπτευση]] (Πρόκλ., <i>Υποτύπωσις Αστρολογικών θέσεων</i>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A vent, HeroSpir.1.18, al.; peephole, Procl.Hyp.3.16.
German (Pape)
[Seite 609] τό, eine kleine Oeffnung (διαύγεια), Hero.
Greek (Liddell-Scott)
διαύγιον: τό, =διαύγεια ΙΙ. Ἥρων Πνευμ. σ. 163,172, κτλ.
Spanish (DGE)
-ου, τό
respiradero, agujero δ. ἔστω ... ἐν τῷ κύτει τοῦ ῥυτοῦ Hero Spir.1.18, cf. 1.9, 35, 2.1, 13, 19, 28, Procl.Hyp.3.16.
Greek Monolingual
διαύγιον, το (Α)
1. υποκορ. του διαύγεια, μικρή τρύπα, φεγγίτης
2. (ειδ.) τρύπα σε οχύρωμα κατάλληλη για κατόπτευση (Πρόκλ., Υποτύπωσις Αστρολογικών θέσεων).