δοξοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(big3_12)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[ansioso o deseoso de fama]], [[de popularidad]], [[ἄπληστος]] καὶ δ. καὶ [[δεισιδαίμων]] Bio Bor.34, cf. Teles p.39, Ph.2.269, Phld.<i>Oec</i>.22.24, Muson.7 (p.58.1), D.Chr.32.24, 34.31, Ast.Am.<i>Hom</i>.8.21.2.
|dgtxt=-ον<br />[[ansioso o deseoso de fama]], [[de popularidad]], [[ἄπληστος]] καὶ δ. καὶ [[δεισιδαίμων]] Bio Bor.34, cf. Teles p.39, Ph.2.269, Phld.<i>Oec</i>.22.24, Muson.7 (p.58.1), D.Chr.32.24, 34.31, Ast.Am.<i>Hom</i>.8.21.2.
}}
{{grml
|mltxt=[[δοξοκόπος]], ο (Α)<br />αυτός που κόπτεται για τη [[δόξα]], υπερβολικά [[φιλόδοξος]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξοκόπος Medium diacritics: δοξοκόπος Low diacritics: δοξοκόπος Capitals: ΔΟΞΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: doxokópos Transliteration B: doxokopos Transliteration C: doksokopos Beta Code: docoko/pos

English (LSJ)

ον, =

   A thirsting for notoriety, Teles p.39H., Ph.2.269, Muson.Fr.7p.29H., D.Chr.32.24.

German (Pape)

[Seite 657] ehrsüchtig, Teles bei Stob. dor. 97, 51 M.; Philo.

Greek (Liddell-Scott)

δοξοκόπος: -ον, (κόπτω) ὁ περὶ τὴν δόξαν σφόδρα σπουδάζων, Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 34· πρβλ. δημοκόπος· -ἐντεῦθεν δοξοκοπέω, ἐπιδιώκω δόξαν, φήμην, Πολύβ. ἀποσπ. σ. 391, Πλούτ. Περικλ. 5· -καὶ δοξοκοπία, ἡ, φιλοδοξία ἀκόρεστος, αὐτόθι, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recherche la gloire ou les honneurs.
Étymologie: δόξα, κόπτω.

Spanish (DGE)

-ον
ansioso o deseoso de fama, de popularidad, ἄπληστος καὶ δ. καὶ δεισιδαίμων Bio Bor.34, cf. Teles p.39, Ph.2.269, Phld.Oec.22.24, Muson.7 (p.58.1), D.Chr.32.24, 34.31, Ast.Am.Hom.8.21.2.

Greek Monolingual

δοξοκόπος, ο (Α)
αυτός που κόπτεται για τη δόξα, υπερβολικά φιλόδοξος.