δίαμμος: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[arenoso]] γῆ Plb.34.10.3, Str.16.4.2, παραλία Str.1.3.7, cf. 2.5.37.
|dgtxt=-ον<br />[[arenoso]] γῆ Plb.34.10.3, Str.16.4.2, παραλία Str.1.3.7, cf. 2.5.37.
}}
{{grml
|mltxt=[[δίαμμος]], -ον (Α) [[άμμος]]<br />(για [[τόπο]]) πολύ [[αμμώδης]], [[γεμάτος]] άμμο.
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίαμμος Medium diacritics: δίαμμος Low diacritics: δίαμμος Capitals: ΔΙΑΜΜΟΣ
Transliteration A: díammos Transliteration B: diammos Transliteration C: diammos Beta Code: di/ammos

English (LSJ)

ον,

   A very sandy, Plb.34.10.3, Str.1.3.7.

German (Pape)

[Seite 590] sehr sandig, γῆ Pol. 34, 10; – auch Strab. 1, 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

δίαμμος: -ον, πλήρης ἄμμου, λίαν ἀμμώδης, Πολύβ. 34. 10, 3, Στράβ. σ. 52. 133.

Spanish (DGE)

-ον
arenoso γῆ Plb.34.10.3, Str.16.4.2, παραλία Str.1.3.7, cf. 2.5.37.

Greek Monolingual

δίαμμος, -ον (Α) άμμος
(για τόπο) πολύ αμμώδης, γεμάτος άμμο.