δράκαινα: Difference between revisions
(big3_12) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [δρᾰκ-]<br /><b class="num">1</b> de seres femeninos [[serpiente]], [[dragón]] δράκαιναν κτεῖνεν <i>h.Ap</i>.300, δρακαίνης <σχῆμ'> ἔχουσα de Harmonía, E.<i>Ba</i>.1358, ὑπὸ θηρίου χαλεποῦ δρακαίνης ... ἔρημον γενέσθαι καὶ ἀπροσπέλαστον de Delfos, Plu.2.414a, ἡ ἔρημος τῶν δρακαινῶν <i>A.Phil</i>.8.16, cf. Opp.<i>C</i>.3.223, en la descripción de anim. fantásticos οἱ ἕλειοι ... εἰσὶ ταῖς δρακαίναις ὅμοιοι Philostr.<i>VA</i> 3.6, dicho de diosas y mujeres temibles δεινὴ δ. A.<i>Eu</i>.128, δρακαίνης [[γόνον]] tal vez de Clitemnestra <i>Lyr.Adesp</i>.13(b).10, ᾍδου δ. E.<i>IT</i> 286, δ. [[ἄμεικτος]] Anaxil.22.3, cf. Lyc.674, 1114, como epít. de Atenea, Orph.<i>H</i>.32.11.<br /><b class="num">2</b> [[látigo]] Ar.<i>Fr</i>.808.<br /><b class="num">3</b> sent. dud. νύμφη δ. prob. designación de un grado de iniciación en algún culto esotérico <i>IUrb.Rom</i>.974, cf. <i>CIL</i> 6.30159 (Roma). | |dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [δρᾰκ-]<br /><b class="num">1</b> de seres femeninos [[serpiente]], [[dragón]] δράκαιναν κτεῖνεν <i>h.Ap</i>.300, δρακαίνης <σχῆμ'> ἔχουσα de Harmonía, E.<i>Ba</i>.1358, ὑπὸ θηρίου χαλεποῦ δρακαίνης ... ἔρημον γενέσθαι καὶ ἀπροσπέλαστον de Delfos, Plu.2.414a, ἡ ἔρημος τῶν δρακαινῶν <i>A.Phil</i>.8.16, cf. Opp.<i>C</i>.3.223, en la descripción de anim. fantásticos οἱ ἕλειοι ... εἰσὶ ταῖς δρακαίναις ὅμοιοι Philostr.<i>VA</i> 3.6, dicho de diosas y mujeres temibles δεινὴ δ. A.<i>Eu</i>.128, δρακαίνης [[γόνον]] tal vez de Clitemnestra <i>Lyr.Adesp</i>.13(b).10, ᾍδου δ. E.<i>IT</i> 286, δ. [[ἄμεικτος]] Anaxil.22.3, cf. Lyc.674, 1114, como epít. de Atenea, Orph.<i>H</i>.32.11.<br /><b class="num">2</b> [[látigo]] Ar.<i>Fr</i>.808.<br /><b class="num">3</b> sent. dud. νύμφη δ. prob. designación de un grado de iniciación en algún culto esotérico <i>IUrb.Rom</i>.974, cf. <i>CIL</i> 6.30159 (Roma). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[δράκαινα]])<br /><b>1.</b> θηλ. του [[δράκος]], η [[γυναίκα]] του δράκου, η [[λάμια]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[είδος]] ψαριού, [[ιχθύς]] ο [[τραχίνος]], το [[δρακόνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> πολύ σκληρή [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[είδος]] [[μεγάλης]] σαύρας της οικογένειας τών τεγιιδών<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> [[είδος]] ποωδών [[φυτών]] της οικογένειας τών λειριοειδών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μαστιγίου. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ης, ἡ, fem. of δράκων,
A she-dragon, h.Ap.300; of the Erinyes, A.Eu.128; Ἅιδου δ., of the Erinys of Clytaemnestra, E.IT 286; compared with a courtesan, δ. ἄμεικτος Anaxil.22.3, cf. Secund. Sent.8. II scourge, Ar.Fr.767.
German (Pape)
[Seite 664] ἡ, fem. zu δράκων; H. h. Apoll. 300; Aesch. Eum. 125 heißen die Furien so; Eur. Bacch. 1355, öfter. – Auch Name eines Fisches, wie
Greek (Liddell-Scott)
δράκαινα: -ης, -ἡ, θηλ. τοῦ δράκων (πρβλ. Λάκαινα), θῆλυς δράκων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολλ. 300· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 128· οὕτως, Ἅιδου δρ., ἐπὶ τῶν Ἐρινύων τῆς Κλυταιμήστρας, Εὐρ. Ι. Τ. 286· καὶ ἐπὶ ἑταίρας, δρ. ἄμικτος Ἀναξίλ. Νεοττ. 1. ΙΙ. μάστιξ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 606.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
dragon femelle.
Étymologie: δράκων.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [δρᾰκ-]
1 de seres femeninos serpiente, dragón δράκαιναν κτεῖνεν h.Ap.300, δρακαίνης <σχῆμ'> ἔχουσα de Harmonía, E.Ba.1358, ὑπὸ θηρίου χαλεποῦ δρακαίνης ... ἔρημον γενέσθαι καὶ ἀπροσπέλαστον de Delfos, Plu.2.414a, ἡ ἔρημος τῶν δρακαινῶν A.Phil.8.16, cf. Opp.C.3.223, en la descripción de anim. fantásticos οἱ ἕλειοι ... εἰσὶ ταῖς δρακαίναις ὅμοιοι Philostr.VA 3.6, dicho de diosas y mujeres temibles δεινὴ δ. A.Eu.128, δρακαίνης γόνον tal vez de Clitemnestra Lyr.Adesp.13(b).10, ᾍδου δ. E.IT 286, δ. ἄμεικτος Anaxil.22.3, cf. Lyc.674, 1114, como epít. de Atenea, Orph.H.32.11.
2 látigo Ar.Fr.808.
3 sent. dud. νύμφη δ. prob. designación de un grado de iniciación en algún culto esotérico IUrb.Rom.974, cf. CIL 6.30159 (Roma).
Greek Monolingual
η (AM δράκαινα)
1. θηλ. του δράκος, η γυναίκα του δράκου, η λάμια
μσν.- νεοελλ.
ζωολ. είδος ψαριού, ιχθύς ο τραχίνος, το δρακόνι
νεοελλ.
1. μτφ. πολύ σκληρή γυναίκα
2. ζωολ. είδος μεγάλης σαύρας της οικογένειας τών τεγιιδών
3. βοτ. είδος ποωδών φυτών της οικογένειας τών λειριοειδών
αρχ.
είδος μαστιγίου.