ἀπόδρασις: Difference between revisions

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source
(big3_5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -δρησις Hdt.4.140<br /><b class="num">1</b> [[evasión]], [[fuga]] τὴν ἀπόδρησιν ποιέεσθαι Hdt.l.c., ἡμᾶς ... ἀπόδρασιν βουλεύοντας Luc.<i>DMort</i>.27.9, οὐκ ἐστιν ἀ. Plu.<i>CG</i> 1, de un río por evaporación o filtración, Plu.2.433f.<br /><b class="num">2</b> [[acción de eludir]] c. gen. στρατείας D.21.166, τῆς ἐρωτήσεως Plu.2.641c, τοῦ λόγου Plu.2.359d.
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -δρησις Hdt.4.140<br /><b class="num">1</b> [[evasión]], [[fuga]] τὴν ἀπόδρησιν ποιέεσθαι Hdt.l.c., ἡμᾶς ... ἀπόδρασιν βουλεύοντας Luc.<i>DMort</i>.27.9, οὐκ ἐστιν ἀ. Plu.<i>CG</i> 1, de un río por evaporación o filtración, Plu.2.433f.<br /><b class="num">2</b> [[acción de eludir]] c. gen. στρατείας D.21.166, τῆς ἐρωτήσεως Plu.2.641c, τοῦ λόγου Plu.2.359d.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόδρᾱσις:''' Ιων. -δρησις, -εως, ἡ ([[ἀποδιδράσκω]]), [[διαφυγή]], [[δραπέτευση]], σε Ηρόδ.· με γεν., [[διαφυγή]] από [[κάτι]], [[αποφυγή]] κάποιου πράγματος, <i>στρατείας</i>, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόδρᾱσις Medium diacritics: ἀπόδρασις Low diacritics: απόδρασις Capitals: ΑΠΟΔΡΑΣΙΣ
Transliteration A: apódrasis Transliteration B: apodrasis Transliteration C: apodrasis Beta Code: a)po/drasis

English (LSJ)

Ion. ἀπό-δρησις, εως, ἡ, (ἀποδιδράσκω)

   A running away, escape, τὴν ἀ. ποιεῖσθαι Hdt.4.140; βουλεύειν Luc.DMort.27.9; οὐκ ἔστιν ἀ. Plu.CG1.    2 c. gen., escape from, avoidance of, στρατείας D.21.166; evasion, τῆς ἐρωτήσεως Plu.2.641c.

German (Pape)

[Seite 302] ἡ, das Entfliehen, Luc. Mort. D. 27, 9; Plut. C. Graech. 1; s. ἀπόδρησις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόδρᾱσις: Ἰων. -δρησις, εως, ἡ, (ἀποδιδράσκω) δραπέτευσις, φυγή, τὴν ἀπ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 4. 140· βουλεύειν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 9. 2) μετὰ γεν., διαφυγὴ ἀπό τινος, ἀποφυγή τινος, στρατείας Δημ. 568. 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 fuite;
2 action d’esquiver, gén..
Étymologie: ἀποδιδράσκω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Alolema(s): jón. -δρησις Hdt.4.140
1 evasión, fuga τὴν ἀπόδρησιν ποιέεσθαι Hdt.l.c., ἡμᾶς ... ἀπόδρασιν βουλεύοντας Luc.DMort.27.9, οὐκ ἐστιν ἀ. Plu.CG 1, de un río por evaporación o filtración, Plu.2.433f.
2 acción de eludir c. gen. στρατείας D.21.166, τῆς ἐρωτήσεως Plu.2.641c, τοῦ λόγου Plu.2.359d.

Greek Monotonic

ἀπόδρᾱσις: Ιων. -δρησις, -εως, ἡ (ἀποδιδράσκω), διαφυγή, δραπέτευση, σε Ηρόδ.· με γεν., διαφυγή από κάτι, αποφυγή κάποιου πράγματος, στρατείας, σε Δημ.