δύσοσμος: Difference between revisions
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. δύσοδ- Hdt.3.112, Hp.<i>Mul</i>.1.15, 36<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que huele mal]], [[hediondo]], [[fétido]]de un lugar, Hdt.l.c., del flujo menstrual, Hp.l.c., κονύζη ἡ δ. coniza de olor penetrante</i> Hp.<i>Mul</i>.1.78, ὀσμὴ τοῦ πνεύματος Arist.<i>Pr</i>.908<sup>b</sup>29, θῆρες Lyc.849, ὕδωρ Paus.5.5.8, ἡ σκαμμωνία Aët.3.25<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. τὰ δύσοδμα los malos olores</i> Hp.<i>Mul</i>.2.137.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de olfatear]] e.e. [[malo para el rastreo]] en la caza οἱ ὄμβροι ... τὴν γῆν ποιοῦσι δύσοσμον X.<i>Cyn</i>.5.3, cf. Poll.5.12.<br /><b class="num">3</b> [[que pierde el olfato]] (γίνονται) ἀπὸ τῶν ἰσχυρῶν ὀσμῶν δύσοσμοι Arist.<i>Insomn</i>.459<sup>b</sup>22.<br /><b class="num">II</b> bot. τὸ δ. [[escordio]], [[Teucrium scordium L.]], Ps.Dsc.3.111.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως: δ. ἔχειν [[oler mal]] Eust.1294.45. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. δύσοδ- Hdt.3.112, Hp.<i>Mul</i>.1.15, 36<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que huele mal]], [[hediondo]], [[fétido]]de un lugar, Hdt.l.c., del flujo menstrual, Hp.l.c., κονύζη ἡ δ. coniza de olor penetrante</i> Hp.<i>Mul</i>.1.78, ὀσμὴ τοῦ πνεύματος Arist.<i>Pr</i>.908<sup>b</sup>29, θῆρες Lyc.849, ὕδωρ Paus.5.5.8, ἡ σκαμμωνία Aët.3.25<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. τὰ δύσοδμα los malos olores</i> Hp.<i>Mul</i>.2.137.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de olfatear]] e.e. [[malo para el rastreo]] en la caza οἱ ὄμβροι ... τὴν γῆν ποιοῦσι δύσοσμον X.<i>Cyn</i>.5.3, cf. Poll.5.12.<br /><b class="num">3</b> [[que pierde el olfato]] (γίνονται) ἀπὸ τῶν ἰσχυρῶν ὀσμῶν δύσοσμοι Arist.<i>Insomn</i>.459<sup>b</sup>22.<br /><b class="num">II</b> bot. τὸ δ. [[escordio]], [[Teucrium scordium L.]], Ps.Dsc.3.111.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως: δ. ἔχειν [[oler mal]] Eust.1294.45. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[δύσοσμος]] και [[δύσοδμος]], -ον)<br />αυτός που αναδίδει δυσάρεστη [[οσμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει δύσκολη την όσφρηση («οἱ ὄμβροι... ὀσμὰς ἄγοντες τὴν γῆν ποιοῡσι δύσοσμον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται δύσκολα [[αισθητός]] με την όσφρηση<br /><b>3.</b> αυτός που έχει ασθενική όσφρηση<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δύσοσμον</i><br />το [[σκόρδο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. δῠσοδμος, ον, (ὀσμή)
A ill-smelling, ἐν δυσοδμοτάτῳ [τόπῳ] γινόμενον εὐωδέστατόν ἐστι Hdt. 3.112; ὀσμή Arist.Pr.908b29 (Comp.). II bad for scent, in hunting, οἱ ὄμβροι τὴν γῆν ποιοῦσι δύσοσμον X.Cyn.5.3. III Act., having a bad nose, Arist.Insomn.459b22. IV δύσοσμον, τό, = σκόρδιον, Ps.-Dsc.3.111.
German (Pape)
[Seite 685] 1) übel riechend, Her. 3, 112, in ion. Form δυσοδμότατον, wie Lycophr. 849. – 2) schwer auszuwittern, ἴχνη Poll. 5, 12; auch = die Witterung erschwerend, Xen. Cyn. 5, 3. – 3) schwer riechend, Arist. insomn. 2.
Greek (Liddell-Scott)
δύσοσμος: Ἰων. -οδμος, ον, (ὀσμὴ) κακὴν ὀσμὴν ἔχων, δυσώδης, «βρωμῶν», ἐν δυσοδμοτάτῳ [τόπῳ] γινόμενον εὐωδέστατόν ἐστι Ἡρόδ. 3. 112· δ. ἡ ὀσμὴ, Ἀριστ. Προβλ. 13. 10. ΙΙ. καθιστῶν δύσκολον τὴν ὀσμήν, τὴν ἀνίχνευσιν, ἐν κυνηγίῳ, οἱ ὄμοροι τὴν γῆν ποιοῦσι δύσοσμον Ξεν. Κυν. 5, 3. III. ἐνεργ., ἔχων ἀδύνατον ὄσφρησιν, Ἀριστ. Ἐνυπν. 2, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui sent mauvais, fétide;
2 où il est difficile de flairer la piste;
3 qui a peu d’odorat.
Étymologie: δυσ-, ὀδμή.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): jón. δύσοδ- Hdt.3.112, Hp.Mul.1.15, 36
I 1que huele mal, hediondo, fétidode un lugar, Hdt.l.c., del flujo menstrual, Hp.l.c., κονύζη ἡ δ. coniza de olor penetrante Hp.Mul.1.78, ὀσμὴ τοῦ πνεύματος Arist.Pr.908b29, θῆρες Lyc.849, ὕδωρ Paus.5.5.8, ἡ σκαμμωνία Aët.3.25
•neutr. plu. subst. τὰ δύσοδμα los malos olores Hp.Mul.2.137.
2 difícil de olfatear e.e. malo para el rastreo en la caza οἱ ὄμβροι ... τὴν γῆν ποιοῦσι δύσοσμον X.Cyn.5.3, cf. Poll.5.12.
3 que pierde el olfato (γίνονται) ἀπὸ τῶν ἰσχυρῶν ὀσμῶν δύσοσμοι Arist.Insomn.459b22.
II bot. τὸ δ. escordio, Teucrium scordium L., Ps.Dsc.3.111.
III adv. -ως: δ. ἔχειν oler mal Eust.1294.45.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δύσοσμος και δύσοδμος, -ον)
αυτός που αναδίδει δυσάρεστη οσμή
αρχ.
1. αυτός που κάνει δύσκολη την όσφρηση («οἱ ὄμβροι... ὀσμὰς ἄγοντες τὴν γῆν ποιοῡσι δύσοσμον», Ξεν.)
2. αυτός που γίνεται δύσκολα αισθητός με την όσφρηση
3. αυτός που έχει ασθενική όσφρηση
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ δύσοσμον
το σκόρδο.