ἐκτραχηλισμός: Difference between revisions
From LSJ
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[decapitación]], <i>Gloss</i>.7.510. | |dgtxt=-οῦ, ὁ [[decapitación]], <i>Gloss</i>.7.510. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[ἐκτραχηλισμός]])<br />[[εκτροπή]] σε αναίσχυντες πράξεις, [[αποχαλίνωση]], αναίσχυντες πράξεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απογύμνωση]] του τραχήλου ή και του στήθους<br /><b>2.</b> μία από τις λαβές του κεφαλιού [[κατά]] την [[πάλη]], το [[κεφαλοκλείδωμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αποκεφαλισμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A beheading, Id.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ decapitación, Gloss.7.510.
Greek Monolingual
ο (AM ἐκτραχηλισμός)
εκτροπή σε αναίσχυντες πράξεις, αποχαλίνωση, αναίσχυντες πράξεις
νεοελλ.
1. απογύμνωση του τραχήλου ή και του στήθους
2. μία από τις λαβές του κεφαλιού κατά την πάλη, το κεφαλοκλείδωμα
μσν.
αποκεφαλισμός.