ἁλίευμα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(big3_3) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό [[pesca]] Str.11.2.4. | |dgtxt=-ματος, τό [[pesca]] Str.11.2.4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ἁλίευμα]]) [[ἁλιεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[προϊόν]] της αλιείας<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών ψαριών ή θαλάσσιων προϊόντων που αλιεύτηκαν<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αλιεία]], το [[ψάρεμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A draught of fish, Str.11.2.4.
German (Pape)
[Seite 96] τό, Fischfang, Strabo. XI p. 493.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίευμα: -ατος, τὸ, (ἁλιεύω) ἄγρα ἰχθύων, Στράβ. 493.
Spanish (DGE)
-ματος, τό pesca Str.11.2.4.
Greek Monolingual
το (Α ἁλίευμα) ἁλιεύω
νεοελλ.
1. το προϊόν της αλιείας
2. το σύνολο τών ψαριών ή θαλάσσιων προϊόντων που αλιεύτηκαν
αρχ.
η αλιεία, το ψάρεμα.