δυσμαθής: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δυσμᾰθής) -ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de entender]] τὰ πυθόκραντα A.<i>A</i>.1255<br /><b class="num">•</b>[[difícil de reconocer]] πλὴν τῷ τεκόντι κάρτα δ. ἰδεῖν de Creúsa abrasada, E.<i>Med</i>.1196<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[la incertidumbre]] ἡ γὰρ τύχη παρήγαγ' ἐς τὸ δ. E.<i>IT</i> 478.<br /><b class="num">2</b> esp. de pers. o del intelecto [[difícil de instruir]], [[torpe]] ὡς [[ἄγροικος]] εἶ καὶ δ. Ar.<i>Nu</i>.646, cf. Pl.<i>Lg</i>.891a, <i>Euthphr</i>.9b, [[ἐγώ]] τις, ὡς ἔοικε, δ. Pl.<i>R</i>.358a, πᾶς ἄν μοι δοκεῖ ... συγχωρῆσαι ... καὶ ὁ δυσμαθέστατος Pl.<i>Phd</i>.79e, cf. <i>Epin</i>.978d, Ph.2.175, τὸ ... τῆς ψυχῆς κωφὸν καὶ δ. ... ποιεῖν convertir en necio y torpe lo que corresponde al alma</i> Pl.<i>Ti</i>.88b, op. εὐμαθής Pl.<i>R</i>.486c, <i>Ep</i>.344a, δυσμαθεῖς ... καὶ αὐθάδεις Herm.<i>Sim</i>.9.22.1, τῶν ῥητορικῶν οἱ δυσμαθέστατοι Iul.<i>Or</i>.7.225b, de animales, Plu.2.992d<br /><b class="num">•</b>[[lento para aprender]] δυσμαθέστερον εἶναι καὶ ... ἐπιλησμονέστερον el hombre en la vejez, X.<i>Ap</i>.6, cf. <i>Mem</i>.4.8.8.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[con torpeza]] δ. ἔχειν ser torpe</i> Pl.<i>R</i>.503d.
|dgtxt=(δυσμᾰθής) -ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de entender]] τὰ πυθόκραντα A.<i>A</i>.1255<br /><b class="num">•</b>[[difícil de reconocer]] πλὴν τῷ τεκόντι κάρτα δ. ἰδεῖν de Creúsa abrasada, E.<i>Med</i>.1196<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[la incertidumbre]] ἡ γὰρ τύχη παρήγαγ' ἐς τὸ δ. E.<i>IT</i> 478.<br /><b class="num">2</b> esp. de pers. o del intelecto [[difícil de instruir]], [[torpe]] ὡς [[ἄγροικος]] εἶ καὶ δ. Ar.<i>Nu</i>.646, cf. Pl.<i>Lg</i>.891a, <i>Euthphr</i>.9b, [[ἐγώ]] τις, ὡς ἔοικε, δ. Pl.<i>R</i>.358a, πᾶς ἄν μοι δοκεῖ ... συγχωρῆσαι ... καὶ ὁ δυσμαθέστατος Pl.<i>Phd</i>.79e, cf. <i>Epin</i>.978d, Ph.2.175, τὸ ... τῆς ψυχῆς κωφὸν καὶ δ. ... ποιεῖν convertir en necio y torpe lo que corresponde al alma</i> Pl.<i>Ti</i>.88b, op. εὐμαθής Pl.<i>R</i>.486c, <i>Ep</i>.344a, δυσμαθεῖς ... καὶ αὐθάδεις Herm.<i>Sim</i>.9.22.1, τῶν ῥητορικῶν οἱ δυσμαθέστατοι Iul.<i>Or</i>.7.225b, de animales, Plu.2.992d<br /><b class="num">•</b>[[lento para aprender]] δυσμαθέστερον εἶναι καὶ ... ἐπιλησμονέστερον el hombre en la vejez, X.<i>Ap</i>.6, cf. <i>Mem</i>.4.8.8.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[con torpeza]] δ. ἔχειν ser torpe</i> Pl.<i>R</i>.503d.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[δυσμαθής]], -ές)<br />ο [[ανεπίδεκτος]] μαθήσεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσνόητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα αναγνωρίζεται<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσμαθές</i><br />η [[δυσμαθία]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμᾰθής Medium diacritics: δυσμαθής Low diacritics: δυσμαθής Capitals: ΔΥΣΜΑΘΗΣ
Transliteration A: dysmathḗs Transliteration B: dysmathēs Transliteration C: dysmathis Beta Code: dusmaqh/s

English (LSJ)

ές,

   A hard to learn, Id.Ag.1255; δ. ἰδεῖν hard to know at sight, E.Med.1196; τὸ δ. difficulty of knowing, Id.IT478.    II Act., slow at learning, dull, Pl.R.358a, etc.: Comp., Plu.2.992d: Sup., Ph.2.175, Jul.Or. 7.225b. Adv. δυσμαθῶς, ἔχειν Pl.R.503d.

German (Pape)

[Seite 683] ές, 1) schwer zu lernen, zu erkennen, Aesch. Ag. 1118; Eur. I. T. 478; ἰδεῖν, unkenntlich, Med. 1196. – 2) schwer lernend, ungelehrig, Plat. Lach. 189 a u. öfter; compar., Euthyph. 9 b; – δυσμαθῶς ἔχειν, Plat. Rep. VI, 503 d.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμᾰθής: ἐς, παθητ., δυσμάθητος, δυσνόητος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1255· δ. ἰδεῖν, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ γνωρίσῃ τις ἐξ ὄψεως, Εὐρ. Μηδ. 1196· τὸ δ. ὁ αὐτ. Ι. Τ. 478. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως μανθάνων, βραδὺς ἐν τῷ μανθάνειν, νωθρός, Πλάτ. Πολ. 358Α, κτλ. ― Ἐπίρρ., δυσμαθῶς ἔχειν αὐτόθι 503D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
difficile à apprendre ou à reconnaître ; τὸ δυσμαθές EUR obscurité impénétrable.
Étymologie: δυσ-, μανθάνω.

Spanish (DGE)

(δυσμᾰθής) -ές
I 1difícil de entender τὰ πυθόκραντα A.A.1255
difícil de reconocer πλὴν τῷ τεκόντι κάρτα δ. ἰδεῖν de Creúsa abrasada, E.Med.1196
neutr. subst. τὸ δ. la incertidumbre ἡ γὰρ τύχη παρήγαγ' ἐς τὸ δ. E.IT 478.
2 esp. de pers. o del intelecto difícil de instruir, torpe ὡς ἄγροικος εἶ καὶ δ. Ar.Nu.646, cf. Pl.Lg.891a, Euthphr.9b, ἐγώ τις, ὡς ἔοικε, δ. Pl.R.358a, πᾶς ἄν μοι δοκεῖ ... συγχωρῆσαι ... καὶ ὁ δυσμαθέστατος Pl.Phd.79e, cf. Epin.978d, Ph.2.175, τὸ ... τῆς ψυχῆς κωφὸν καὶ δ. ... ποιεῖν convertir en necio y torpe lo que corresponde al alma Pl.Ti.88b, op. εὐμαθής Pl.R.486c, Ep.344a, δυσμαθεῖς ... καὶ αὐθάδεις Herm.Sim.9.22.1, τῶν ῥητορικῶν οἱ δυσμαθέστατοι Iul.Or.7.225b, de animales, Plu.2.992d
lento para aprender δυσμαθέστερον εἶναι καὶ ... ἐπιλησμονέστερον el hombre en la vejez, X.Ap.6, cf. Mem.4.8.8.
II adv. -ῶς con torpeza δ. ἔχειν ser torpe Pl.R.503d.

Greek Monolingual

-ές (Α δυσμαθής, -ές)
ο ανεπίδεκτος μαθήσεως
αρχ.
1. δυσνόητος
2. αυτός που δύσκολα αναγνωρίζεται
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσμαθές
η δυσμαθία.