ἀνδροκτασία: Difference between revisions
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀνδροκτᾰσία) -ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép. -ίη <i>Il</i>.23.86<br /><b class="num">1</b> [[matanza]] en una batalla, gener. en plu. παύσασθαι ... [[Ἄρη]] ἀνδροκτασιάων <i>Il</i>.5.909, μάχας τ' ἀνδροκτασίας τε <i>Il</i>.7.237, πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν A.<i>Th</i>.693, μάχαι τ' ἀνδροκτασίαι Stesich.22.6<i>S</i>., πολεμοί τε ἀνδροκτασίαι τε <i>SB</i> 8140.16<br /><b class="num">•</b>personif. Φόνους τ' Ἀνδροκτασίας τε Hes.<i>Th</i>.228, cf. <i>Sc</i>.155.<br /><b class="num">2</b> en sg. [[homicidio]] ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς <i>Il</i>.23.86, cf. Hes.<i>Fr</i>.165.17. | |dgtxt=(ἀνδροκτᾰσία) -ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép. -ίη <i>Il</i>.23.86<br /><b class="num">1</b> [[matanza]] en una batalla, gener. en plu. παύσασθαι ... [[Ἄρη]] ἀνδροκτασιάων <i>Il</i>.5.909, μάχας τ' ἀνδροκτασίας τε <i>Il</i>.7.237, πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν A.<i>Th</i>.693, μάχαι τ' ἀνδροκτασίαι Stesich.22.6<i>S</i>., πολεμοί τε ἀνδροκτασίαι τε <i>SB</i> 8140.16<br /><b class="num">•</b>personif. Φόνους τ' Ἀνδροκτασίας τε Hes.<i>Th</i>.228, cf. <i>Sc</i>.155.<br /><b class="num">2</b> en sg. [[homicidio]] ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς <i>Il</i>.23.86, cf. Hes.<i>Fr</i>.165.17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνδροκτασία]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[φόνος]] [[ανδρών]] στη [[μάχη]]<br /><b>2.</b> [[φόνος]], [[ανθρωποκτονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κτασία</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κτατος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (κτείνω)
A slaughter of men in battle, mostly in pl., παύσασθαι . . Ἄρην ἀνδροκτασιάων Il.5.909; μάχας τ' ἀνδροκτασίας τε 7.237, etc.: personified, Hes.Th.228: in sg., ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς by reason of sad homicide, Il.23.86, cf. Hes.Oxy.1359.1.17, A.Th.693 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 218] ἡ, Männermord, plur. Hom. Iliad. 5, 909. 7, 237. 24, 548 Od. 11, 612, sing. Iliad. 11, 164 u. 23, 86; an der letzten Stelle katachrestisch von Tödtung eines Knaben durch einen Knaben beim Spiele; – Aesch. Spt. 675.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροκτᾱσία: ἡ, (κτείνω) ἡ ἐν μάχῃ ἀνδροφονία, κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ., παύσασαι... Ἄρην ἀνδροκτασιάων Ἰλ. Ε. 909· μάχας τ’ ἀνδροκτασίας τε Η. 237. κτλ.: καθ’ ἑνικόν, ἀνδροκτασίης ὑπὸ λυγρῆς, ἕνεκα θλιβερᾶς ἀνδροφονίας, ἀνθρωποκτονίας, Ψ. 86, πρβλ. Αἰσχύλ. Θ. 693.
Spanish (DGE)
(ἀνδροκτᾰσία) -ας, ἡ
• Alolema(s): ép. -ίη Il.23.86
1 matanza en una batalla, gener. en plu. παύσασθαι ... Ἄρη ἀνδροκτασιάων Il.5.909, μάχας τ' ἀνδροκτασίας τε Il.7.237, πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν A.Th.693, μάχαι τ' ἀνδροκτασίαι Stesich.22.6S., πολεμοί τε ἀνδροκτασίαι τε SB 8140.16
•personif. Φόνους τ' Ἀνδροκτασίας τε Hes.Th.228, cf. Sc.155.
2 en sg. homicidio ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς Il.23.86, cf. Hes.Fr.165.17.
Greek Monolingual
ἀνδροκτασία, η (Α)
1. φόνος ανδρών στη μάχη
2. φόνος, ανθρωποκτονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -κτασία < κτατος < κτείνω «σκοτώνω»].