δύστρωτος: Difference between revisions

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
(big3_12)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de dañar]], [[invulnerable]] σιδήρῳ καὶ λίθῳ del nido del halción, Plu.2.983d, μηχανήματα ... εἰς πολιορκίαν Apollod.<i>Poliorc</i>.139.8, θώραξ ... πάντων δερμάτων δυστρωτότερον ὄργανον Gal.3.4.
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de dañar]], [[invulnerable]] σιδήρῳ καὶ λίθῳ del nido del halción, Plu.2.983d, μηχανήματα ... εἰς πολιορκίαν Apollod.<i>Poliorc</i>.139.8, θώραξ ... πάντων δερμάτων δυστρωτότερον ὄργανον Gal.3.4.
}}
{{grml
|mltxt=[[δύστρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα τραυματίζεται.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύστρωτος Medium diacritics: δύστρωτος Low diacritics: δύστρωτος Capitals: ΔΥΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: dýstrōtos Transliteration B: dystrōtos Transliteration C: dystrotos Beta Code: du/strwtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to injure, σιδήρῳ καὶ λίθῳ Plu.2.983d, cf. Apollod.Poliorc. 139.8: Comp., Gal.UP1.2.

German (Pape)

[Seite 689] schwer zu verwunden, Plut. sol. anim. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à blesser, à atteindre.
Étymologie: δυσ-, τιτρώσκω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de dañar, invulnerable σιδήρῳ καὶ λίθῳ del nido del halción, Plu.2.983d, μηχανήματα ... εἰς πολιορκίαν Apollod.Poliorc.139.8, θώραξ ... πάντων δερμάτων δυστρωτότερον ὄργανον Gal.3.4.

Greek Monolingual

δύστρωτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα τραυματίζεται.