ἐνιδρόω: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
(big3_15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[sudar]] τῷ παιδὶ ἤρκεσε τόδε τὸ οἴκημα ἐνιδρῶσαι X.<i>Smp</i>.2.18, c. dat. ἐνιδροῦν τῷ φαρμάκῳ Gal.12.422, οἷς (λαχάνοις) ἐνίδρωσε σπείρων Anon. en <i>Rh</i>.1.599, ἀρότροις ἐνιδροῦν Cyr.Al.M.69.361B, μικρόν τι ... ἐνιδρώσας τῇ μάχῃ Eust.428.17.
|dgtxt=[[sudar]] τῷ παιδὶ ἤρκεσε τόδε τὸ οἴκημα ἐνιδρῶσαι X.<i>Smp</i>.2.18, c. dat. ἐνιδροῦν τῷ φαρμάκῳ Gal.12.422, οἷς (λαχάνοις) ἐνίδρωσε σπείρων Anon. en <i>Rh</i>.1.599, ἀρότροις ἐνιδροῦν Cyr.Al.M.69.361B, μικρόν τι ... ἐνιδρώσας τῇ μάχῃ Eust.428.17.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνιδρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ιδρώνω]] μέσα, [[μοχθώ]] σε, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνιδρόω Medium diacritics: ἐνιδρόω Low diacritics: ενιδρόω Capitals: ΕΝΙΔΡΟΩ
Transliteration A: enidróō Transliteration B: enidroō Transliteration C: enidroo Beta Code: e)nidro/w

English (LSJ)

   A sweat in, labour hard in, X.Smp.2.18.

German (Pape)

[Seite 844] (s. ἱδρόω), darin schwitzen, sich worin anstrengen, Xen. Symp. 2, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνιδρόω: ἱδρώνω ἔν τινι τόπῳ, Λατ. insudare, ὥσπερ καὶ νῦν τῷδε τῷ παιδὶ ἤρκεσε τόδε τὸ οἴκημα ἐνιδρῶσαι Ξεν. Συμπ. 2. 18· ἱδρώνω ἔν τινι πράγματι, καὶ μεγίστοις ἐνιδρωκότων ἀγῶσι Εὐστ. Πονηματ. 170. 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
suer ou se fatiguer à, τινι.
Étymologie: ἐν, ἱδρόω.

Spanish (DGE)

sudar τῷ παιδὶ ἤρκεσε τόδε τὸ οἴκημα ἐνιδρῶσαι X.Smp.2.18, c. dat. ἐνιδροῦν τῷ φαρμάκῳ Gal.12.422, οἷς (λαχάνοις) ἐνίδρωσε σπείρων Anon. en Rh.1.599, ἀρότροις ἐνιδροῦν Cyr.Al.M.69.361B, μικρόν τι ... ἐνιδρώσας τῇ μάχῃ Eust.428.17.

Greek Monotonic

ἐνιδρόω: μέλ. -ώσω, ιδρώνω μέσα, μοχθώ σε, σε Ξεν.