ἁρμολογέω: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(big3_6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[encajar]], [[colocar]] τάφον <i>AP</i> 7.554 (Phil.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas. τὰ μέλαθρα τῶν θυρίδων ... ἡρμολόγηται <i>PRyl</i>.233.6 (II d.C.), ἕκαστον τῶν ζῳδίων ἡρμολογημένον S.E.<i>M</i>.5.78.
|dgtxt=[[encajar]], [[colocar]] τάφον <i>AP</i> 7.554 (Phil.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas. τὰ μέλαθρα τῶν θυρίδων ... ἡρμολόγηται <i>PRyl</i>.233.6 (II d.C.), ἕκαστον τῶν ζῳδίων ἡρμολογημένον S.E.<i>M</i>.5.78.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁρμολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[λέγω]]), [[ενώνω]], [[συναρμολογώ]], [[κατασκευάζω]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμολογέω Medium diacritics: ἁρμολογέω Low diacritics: αρμολογέω Capitals: ΑΡΜΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: harmologéō Transliteration B: harmologeō Transliteration C: armologeo Beta Code: a(rmologe/w

English (LSJ)

   A join, pile together, τάφον AP7.554 (Phil.):—Pass., τὰ μέλαθρα τῶν θυρίδων ἡρμολόγηται PRyl.233.6 (ii A.D.): metaph., ἡρμολογημένον τῷ πρὸ ἑαυτοῦ closely connected with... S.E.M.5.78.

German (Pape)

[Seite 356] zusammenfügen, τάφον Philip. 78 (VII, 554).

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμολογέω: συναρμολογῶ, συναρμόζω, κατασκευάζω, τάφον Ἀνθ. Π. 7. 554: - Παθ., ἕκαστον τῶν ζῳδίων οὐ συνεχές ἐστι σῶμα, οὐδ’ ὥσπερ ἡρμολογημένον τῷ πρό ἑαυτοῦ, συνηρμολογημένον, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 78· πρβλ. συναρμολογέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
arranger, organiser.
Étymologie: ἁρμός, λέγω².

Spanish (DGE)

encajar, colocar τάφον AP 7.554 (Phil.)
en v. pas. τὰ μέλαθρα τῶν θυρίδων ... ἡρμολόγηται PRyl.233.6 (II d.C.), ἕκαστον τῶν ζῳδίων ἡρμολογημένον S.E.M.5.78.

Greek Monotonic

ἁρμολογέω: μέλ. -ήσω (λέγω), ενώνω, συναρμολογώ, κατασκευάζω, σε Ανθ.