αἰπόλος: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(big3_2) |
(2) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἀείπολος]].<br />-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> αἴπολος <i>Prou.Bodl</i>.610<br /><b class="num">1</b> [[cabrero]] c. gen. αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες <i>Il</i>.2.474, Μελάνθιος <i>Od</i>.17.247, 369, cf. <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.974 (VI/V a.C.), más frec. sin gen. <i>Il</i>.4.275, Pl.<i>Lg</i>.639a, Theoc.5.110, <i>PSI</i> 380.8 (III a.C.), <i>PLond</i>.2011.3 (III a.C.), Plb.5.76.3, LXX <i>Am</i>.7.14, Luc.<i>Sacr</i>.12, Philostr.<i>VA</i> 2.5, Men.<i>Epit</i>.157, Nonn.<i>D</i>.1.474, 2.3<br /><b class="num">•</b>οἱ Αἰ. [[Los Cabreros]] tít. de una comedia de Alexis, Alex.8 (= Zen.6.11, donde se atribuye a Alejandro).<br /><b class="num">2</b> [[hermafrodita]] αἰ. ὁ ἑρμαφρόδιτος ὑπὸ Σινωπέων οὕτω καλεῖται Phot.α 636.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Compuesto de αἰγ- (cf. αἴξ) y de -πόλος (cf. πέλω). | |dgtxt=v. [[ἀείπολος]].<br />-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> αἴπολος <i>Prou.Bodl</i>.610<br /><b class="num">1</b> [[cabrero]] c. gen. αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες <i>Il</i>.2.474, Μελάνθιος <i>Od</i>.17.247, 369, cf. <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.974 (VI/V a.C.), más frec. sin gen. <i>Il</i>.4.275, Pl.<i>Lg</i>.639a, Theoc.5.110, <i>PSI</i> 380.8 (III a.C.), <i>PLond</i>.2011.3 (III a.C.), Plb.5.76.3, LXX <i>Am</i>.7.14, Luc.<i>Sacr</i>.12, Philostr.<i>VA</i> 2.5, Men.<i>Epit</i>.157, Nonn.<i>D</i>.1.474, 2.3<br /><b class="num">•</b>οἱ Αἰ. [[Los Cabreros]] tít. de una comedia de Alexis, Alex.8 (= Zen.6.11, donde se atribuye a Alejandro).<br /><b class="num">2</b> [[hermafrodita]] αἰ. ὁ ἑρμαφρόδιτος ὑπὸ Σινωπέων οὕτω καλεῖται Phot.α 636.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Compuesto de αἰγ- (cf. αἴξ) y de -πόλος (cf. πέλω). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἰπόλος:''' ὁ, [[γιδοβοσκός]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. (αἰ-[[πόλος]] αντί <i>αἰγοπόλος</i> από τα [[αἴξ]], [[πολέω]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
αἰπόλος: ὁ, βοσκὸς αἰγῶν, αἰπόλος αἰγῶν, Ὀδ. Υ. 173· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 639Α: ἐν Ἡροδ. 2. 46· ἀντὶ τοῦ οἱ αἰπόλοι, ὁ Schäfer διώρθωσεν οἱ κόλοι (τράγοι), πρβλ. Θεόκρ. 8. 51· (τὸ αἰ-πόλος, σαφῶς παράγεται ἐκ τοῦ αἰγο-πόλος, πρβλ. θαλαμηπόλος, θεηπόλος, μουσοπόλος· ἐκ √ΠΕΛ, √ΠΟΛ, αἱ ὁποῖαι φαίνονται ἐν τοῖς πέλομαι, πολέω, πολεύω, ἀναπολεύω, ἀμφίπολος καὶ συμφωνοῦσι κατὰ τὸ σημαινόμενον πρὸς τὰ Λατ. versari, colere. Εἶναι πιθανὸν ὅτι αἱ √ΠΟΛ καὶ √ΚΟΛ διαφέρουσιν ἁπλῶς κατὰ τύπον, πρβλ. στοιχεῖον Π π. ΙΙ, ὥστε τὸ βουκόλος = βουπόλος, καὶ τὸ αἰπόλος = αἰκόλος).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chevrier.
Étymologie: αἴξ, πολέω.
English (Autenrieth)
(αἴξ, πέλομαι): goat-herd, herder.
Spanish (DGE)
v. ἀείπολος.
-ου, ὁ
• Alolema(s): αἴπολος Prou.Bodl.610
1 cabrero c. gen. αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες Il.2.474, Μελάνθιος Od.17.247, 369, cf. IG 13.974 (VI/V a.C.), más frec. sin gen. Il.4.275, Pl.Lg.639a, Theoc.5.110, PSI 380.8 (III a.C.), PLond.2011.3 (III a.C.), Plb.5.76.3, LXX Am.7.14, Luc.Sacr.12, Philostr.VA 2.5, Men.Epit.157, Nonn.D.1.474, 2.3
•οἱ Αἰ. Los Cabreros tít. de una comedia de Alexis, Alex.8 (= Zen.6.11, donde se atribuye a Alejandro).
2 hermafrodita αἰ. ὁ ἑρμαφρόδιτος ὑπὸ Σινωπέων οὕτω καλεῖται Phot.α 636.
• Etimología: Compuesto de αἰγ- (cf. αἴξ) y de -πόλος (cf. πέλω).
Greek Monotonic
αἰπόλος: ὁ, γιδοβοσκός, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. (αἰ-πόλος αντί αἰγοπόλος από τα αἴξ, πολέω).