δυσωρέομαι: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(big3_12) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[vigilar con dificultad]], [[montar una guardia penosa]] ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωνται ἐν αὐλῇ <i>Il</i>.10.183. | |dgtxt=[[vigilar con dificultad]], [[montar una guardia penosa]] ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωνται ἐν αὐλῇ <i>Il</i>.10.183. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσωρέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i> ([[ὦρος]] = [[οὖρος]], [[φύλακας]], [[παρατηρητής]]), [[κρατώ]] επίπονη, κοπιαστική [[φρουρά]], [[επιτηρώ]] με μόχθο, με κόπο, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
(ὤρα)
A keep painful watch, ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ Il.10.183; but Apollon.Lex. read δυσωρήσωσιν, cf. Hsch., EM292.49.
Greek (Liddell-Scott)
δυσωρέομαι: μέλλ. -ήσομαι , ἀποθ. (ὦρος οὖρος,ὤρα)· -φυλάττω ἐπίπονον φυλακήν, δυσφυλακῶ, κακοπαθῶ ἐν τῷ φυλάττειν, ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ Ἰλ. Κ. 183· ἀλλ' ὁ Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἀνεγίνωσκε δυσωρήσωσιν (ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ), ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ καὶ Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 298.
Spanish (DGE)
vigilar con dificultad, montar una guardia penosa ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωνται ἐν αὐλῇ Il.10.183.
Greek Monotonic
δυσωρέομαι: μέλ. -ήσομαι (ὦρος = οὖρος, φύλακας, παρατηρητής), κρατώ επίπονη, κοπιαστική φρουρά, επιτηρώ με μόχθο, με κόπο, σε Ομήρ. Ιλ.