ἀκόρητος: Difference between revisions
οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here
(big3_2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[insaciable]], [[que no se harta]] de pers. c. gen. μόθου <i>Il</i>.7.117, πολέμου <i>Il</i>.12.335, cf. <i>Il</i>.20.2, μάχης <i>Col.Memn</i>.62.6 (II d.C.?), ἀϋτῆς <i>Il</i>.13.621, Hes.<i>Sc</i>.346, 433, 459, ἀπειλάων <i>Il</i>.14.479, ὑμεναίων Musae.285, ζήλοιό τ' ἐπισμυγερῶς ἀκόρητοι insaciables en sus celos para su propia ruina</i> A.R.1.616, ἀ. ὑσμίνης Nonn.<i>D</i>.32.166, ἱπποσύνης Nonn.<i>D</i>.37.171, [[δαίμων]] ... κακῶν θρήνων <i>IGBulg</i>.1<sup>2</sup>.220.5 (Odesos I/II d.C.)<br /><b class="num">•</b>de un charlatán τῇ ἀκορήτῳ γλώσσῃ Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.447, de anim. παρδάλιες ... προκάδων ἀκόρητοι <i>h.Ven</i>.71, de cosas οἶστρος Nonn.<i>D</i>.48.552.<br />-ον<br />[[no acicalado]], [[no refinado]], [[ἄγροικος]] ... [[βίος]] ... [[ἀκόρητος]] Ar.<i>Nu</i>.44<br /><b class="num">•</b>del estilo [[no pulido]] Gr.Naz.<i>Ep</i>.51.5. | |dgtxt=-ον<br />[[insaciable]], [[que no se harta]] de pers. c. gen. μόθου <i>Il</i>.7.117, πολέμου <i>Il</i>.12.335, cf. <i>Il</i>.20.2, μάχης <i>Col.Memn</i>.62.6 (II d.C.?), ἀϋτῆς <i>Il</i>.13.621, Hes.<i>Sc</i>.346, 433, 459, ἀπειλάων <i>Il</i>.14.479, ὑμεναίων Musae.285, ζήλοιό τ' ἐπισμυγερῶς ἀκόρητοι insaciables en sus celos para su propia ruina</i> A.R.1.616, ἀ. ὑσμίνης Nonn.<i>D</i>.32.166, ἱπποσύνης Nonn.<i>D</i>.37.171, [[δαίμων]] ... κακῶν θρήνων <i>IGBulg</i>.1<sup>2</sup>.220.5 (Odesos I/II d.C.)<br /><b class="num">•</b>de un charlatán τῇ ἀκορήτῳ γλώσσῃ Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.447, de anim. παρδάλιες ... προκάδων ἀκόρητοι <i>h.Ven</i>.71, de cosas οἶστρος Nonn.<i>D</i>.48.552.<br />-ον<br />[[no acicalado]], [[no refinado]], [[ἄγροικος]] ... [[βίος]] ... [[ἀκόρητος]] Ar.<i>Nu</i>.44<br /><b class="num">•</b>del estilo [[no pulido]] Gr.Naz.<i>Ep</i>.51.5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκόρητος]], -ον (Α) [[κορέννυμι]]<br /><b>1.</b> ο [[ακόρεστος]]<br />«[[Ἄρης]] [[ἀκόρητος]] αὐτῆς» (Ησίοδος)<br /><b>2.</b> [[ασκούπιστος]], [[ακαλλώπιστος]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀκόρητος]], -ον (Α) [[κόρις]]<br />αυτός που δεν τον ενόχλησαν οι κοριοί. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A insatiate, unsated, c. gen., πολέμου, μάχης, ἀπειλάων, Il.12.335, 20.2, 14.479 (not in Od.), cf. Hes.Sc.346; προκάδων h.Ven.71. II (κόρις) undisturbed by bugs, Ar.Nu.44 (wrongly expl. by Sch. and Phot.p.63 R. as unswept).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόρητος: -ον, (κορέννυμι) = ἀκόρεστος, ἀχόρταστος, μ. γεν., πολέμου, μάχης, ἀπειλάων, Ἰλ. Μ. 335., Υ. 2., Ξ. 479 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ., πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 346· προκάδων, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 71· πρβλ. ἀκόρεστος. ΙΙ. (κορέω) ὁ μὴ σαρωθείς, μὴ καλλωπισθείς, Ἀριστοφ. Νεφ. 44.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
malpropre, non nettoyé.
Étymologie: ἀ, κορέω¹.
2ος, ον :
insatiable de, gén..
Étymologie: ἀ, κορέννυμι.
English (Autenrieth)
(κορέννῦμι): insatiate, w. gen.
Spanish (DGE)
-ον
insaciable, que no se harta de pers. c. gen. μόθου Il.7.117, πολέμου Il.12.335, cf. Il.20.2, μάχης Col.Memn.62.6 (II d.C.?), ἀϋτῆς Il.13.621, Hes.Sc.346, 433, 459, ἀπειλάων Il.14.479, ὑμεναίων Musae.285, ζήλοιό τ' ἐπισμυγερῶς ἀκόρητοι insaciables en sus celos para su propia ruina A.R.1.616, ἀ. ὑσμίνης Nonn.D.32.166, ἱπποσύνης Nonn.D.37.171, δαίμων ... κακῶν θρήνων IGBulg.12.220.5 (Odesos I/II d.C.)
•de un charlatán τῇ ἀκορήτῳ γλώσσῃ Gr.Nyss.Eun.2.447, de anim. παρδάλιες ... προκάδων ἀκόρητοι h.Ven.71, de cosas οἶστρος Nonn.D.48.552.
-ον
no acicalado, no refinado, ἄγροικος ... βίος ... ἀκόρητος Ar.Nu.44
•del estilo no pulido Gr.Naz.Ep.51.5.
Greek Monolingual
(I)
ἀκόρητος, -ον (Α) κορέννυμι
1. ο ακόρεστος
«Ἄρης ἀκόρητος αὐτῆς» (Ησίοδος)
2. ασκούπιστος, ακαλλώπιστος.———————— (II)
ἀκόρητος, -ον (Α) κόρις
αυτός που δεν τον ενόχλησαν οι κοριοί.