ἀλεύριν: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(big3_2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ίου, τό<br />[[harina]], αἴρας <i>Gloss.Bot.Gr</i>.452.24, ὀροβίου <i>Hippiatr.Lugd</i>.31, cf. 35, <i>An.Boiss</i>.4.405.762. | |dgtxt=-ίου, τό<br />[[harina]], αἴρας <i>Gloss.Bot.Gr</i>.452.24, ὀροβίου <i>Hippiatr.Lugd</i>.31, cf. 35, <i>An.Boiss</i>.4.405.762. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Μ [[ἀλεύριν]])<br />το [[προϊόν]] της λεπτής αλέσεως σπόρων ([[κόκκων]]) ή άλλων αμυλούχων ιστών ή οργάνων τών [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἄλευρον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλευράς]], [[αλευρένιος]], [[αλευριά]], [[αλευρικό]], [[αλευρίλα]], [[αλευρίτικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλευραγορά]], [[αλευράπιδο]], [[αλευραποθήκη]], [[αλευροβιομηχανία]], [[αλευρογαλιά]], [[αλευρογυρίζω]], [[αλευροδόχη]], [[αλευρώδης]], [[αλευροειδής]], [[αλευροζούμι]], [[αλευρόκολλα]], [[αλευροκόσκινο]], [[αλευρομαντεία]], [[αλευρόμετρο]], [[αλευρόμυλος]], [[αλευροπάζαρο]], [[αλευροποιός]], [[αλευροπώλης]], [[αλευρόσακος]], <i>αλευρότητα</i>, [[αλευροσκόρπης]], [[αλευροσκούληκο]], <i>αλευροστάφυλο</i>, [[αλευρούχος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:25, 16 September 2022
Spanish (DGE)
-ίου, τό
harina, αἴρας Gloss.Bot.Gr.452.24, ὀροβίου Hippiatr.Lugd.31, cf. 35, An.Boiss.4.405.762.
Greek Monolingual
το (Μ ἀλεύριν)
το προϊόν της λεπτής αλέσεως σπόρων (κόκκων) ή άλλων αμυλούχων ιστών ή οργάνων τών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἄλευρον.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλευράς, αλευρένιος, αλευριά, αλευρικό, αλευρίλα, αλευρίτικος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλευραγορά, αλευράπιδο, αλευραποθήκη, αλευροβιομηχανία, αλευρογαλιά, αλευρογυρίζω, αλευροδόχη, αλευρώδης, αλευροειδής, αλευροζούμι, αλευρόκολλα, αλευροκόσκινο, αλευρομαντεία, αλευρόμετρο, αλευρόμυλος, αλευροπάζαρο, αλευροποιός, αλευροπώλης, αλευρόσακος, αλευρότητα, αλευροσκόρπης, αλευροσκούληκο, αλευροστάφυλο, αλευρούχος].