ἀμετάστρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
(big3_3)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no desviable]], [[εἱμαρμένη]] Max.Tyr.5.5, ἀ. εἰς ἕτερόν τι ... χάρις <i>POxy</i>.705.62 (III a.C.).<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin dar la vuelta]], [[por una cara]] πεσσόμενος [[ἄρτος]] ἀ. Quint.<i>Os</i>.7.8.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no desviable]], [[εἱμαρμένη]] Max.Tyr.5.5, ἀ. εἰς ἕτερόν τι ... χάρις <i>POxy</i>.705.62 (III a.C.).<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin dar la vuelta]], [[por una cara]] πεσσόμενος [[ἄρτος]] ἀ. Quint.<i>Os</i>.7.8.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετάστρεπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μεταστρέφεται, δεν γυρίζει [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αλλάζει [[γνώμη]], [[άκαμπτος]], [[ανένδοτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδιάφορος]], [[απρόσεκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μεταστρέφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμεταστρεπτί]]].
}}
}}

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάστρεπτος Medium diacritics: ἀμετάστρεπτος Low diacritics: αμετάστρεπτος Capitals: ΑΜΕΤΑΣΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: ametástreptos Transliteration B: ametastreptos Transliteration C: ametastreptos Beta Code: a)meta/streptos

English (LSJ)

ον,

   A not to be diverted, Max.Tyr.11.5, cf. POxy. 705.62. Adv. ἀμετα-στρεπτί [ι-] or -εί without turning round, straight forward, φεύγειν X.Smp.4.50, Pl.Lg.854c, cf. R.620e, Ph.1.517, M.Ant.8.5 (v.l. -τρεπτί), etc.

German (Pape)

[Seite 123] adj. zum vorigen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάστρεπτος: -ον, ὁ μὴ στρεφόμενος εἰς τὰ ὀπίσω, ὁ μὴ ἐνδιαφερόμενος, Μάξ. Τύρ. 11. 5: - Ἐπίρρ. ἀμεταστρεπτὶ [ῑ] ἢ -εί, ἀμεταστρέπτως, χωρὶς νὰ στραφῇ τις ὀπίσω, = ἐμπρὸς κατ’ εὐθεῖαν, ἰέναι, φεύγειν Πλάτ. Πολ. 620Ε, Νομ. 854C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne se retourne pas, fixe, constant.
Étymologie: ἀ, μεταστρέφω.

Spanish (DGE)

-ον
1 no desviable, εἱμαρμένη Max.Tyr.5.5, ἀ. εἰς ἕτερόν τι ... χάρις POxy.705.62 (III a.C.).
2 adv. -ως sin dar la vuelta, por una cara πεσσόμενος ἄρτος ἀ. Quint.Os.7.8.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετάστρεπτος, -ον)
αυτός που δεν μεταστρέφεται, δεν γυρίζει προς τα πίσω
νεοελλ.
αυτός που δεν αλλάζει γνώμη, άκαμπτος, ανένδοτος
αρχ.
αδιάφορος, απρόσεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μεταστρέφω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταστρεπτί].