ἀνθαλίσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀνθᾰλίσκομαι) <b class="num">1</b> [[ser conquistado o destruido a su vez]] οὐ τἂν ἑλόντες [[αὖθις]] ἀνθαλοῖεν ἄν A.<i>A</i>.340.<br /><b class="num">2</b> [[ser condenado]] ἀντικατηγορήθη ὑπὸ τοῦ υἱέος [[αὐτοῦ]] καὶ ἀνθεάλω D.C.36.40.4.
|dgtxt=(ἀνθᾰλίσκομαι) <b class="num">1</b> [[ser conquistado o destruido a su vez]] οὐ τἂν ἑλόντες [[αὖθις]] ἀνθαλοῖεν ἄν A.<i>A</i>.340.<br /><b class="num">2</b> [[ser condenado]] ἀντικατηγορήθη ὑπὸ τοῦ υἱέος [[αὐτοῦ]] καὶ ἀνθεάλω D.C.36.40.4.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνθαλίσκομαι]] (Α) [[αλίσκομαι]]<br /><b>1.</b> πιάνομαι κι εγώ με τη [[σειρά]] μου, [[παθαίνω]] ό,τι έκανα σε άλλον<br /><b>2.</b> διατυπώνεται [[εναντίον]] μου [[κατηγορία]] από κάποιον που έχω μηνύσει.
}}
}}

Revision as of 06:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθᾰλίσκομαι Medium diacritics: ἀνθαλίσκομαι Low diacritics: ανθαλίσκομαι Capitals: ΑΝΘΑΛΙΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: anthalískomai Transliteration B: anthaliskomai Transliteration C: anthaliskomai Beta Code: a)nqali/skomai

English (LSJ)

   A to be captured in turn, i.e. after one has captured others, οὐ τἂν ἑλόντες αὖθις ἀνθαλοῖεν ἄν A.Ag.340; to be convicted in turn, ἀντικατηγορήθη καὶ ἀνθεάλω D.C.36.40.

German (Pape)

[Seite 230] (s. ἁλίσκομαι), dagegen gefangen werden, Dio C.; ἀνθαλοῖεν Aesch. Ag. 331, ist Stanl. Conj. für αὖ θάνοιεν falsch, s. Wellauer.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθᾰλίσκομαι: μέλλ. -αλώσομαι: Παθ.: ἑλὼν καὶ αὐτὸς ἁλίσκομαι, πάσχω ὅπερ ἐποίησα εἰς ἄλλους, εἰ δ’ εὐσεβοῦσι... οὐ τἂν ἑλόντες αὖθις ἀνθαλοῖεν ἂν Αἰσχ. Ἀγ. 340· ἀντικατηγορήθη ὑπὸ τοῦ υἱέος αὐτοῦ καὶ ἀνθεάλω, καὶ κατεδικάσθη καὶ αὐτὸς, Δίων Κ. 36, 23.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ἀνθεάλων;
être pris ou convaincu à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἁλίσκομαι.

Spanish (DGE)

(ἀνθᾰλίσκομαι) 1 ser conquistado o destruido a su vez οὐ τἂν ἑλόντες αὖθις ἀνθαλοῖεν ἄν A.A.340.
2 ser condenado ἀντικατηγορήθη ὑπὸ τοῦ υἱέος αὐτοῦ καὶ ἀνθεάλω D.C.36.40.4.

Greek Monolingual

ἀνθαλίσκομαι (Α) αλίσκομαι
1. πιάνομαι κι εγώ με τη σειρά μου, παθαίνω ό,τι έκανα σε άλλον
2. διατυπώνεται εναντίον μου κατηγορία από κάποιον που έχω μηνύσει.