Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνόρνυμι: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀνόρνῡμι)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [siempre en tm.]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. -όρσω Pi.<i>N</i>.9.8]<br /><b class="num">1</b> en v. act. [[levantar]] ἀνὰ μὲν ... φόρμιγγ', ἀνὰ δ' αὐλὸν ... ὄρσομεν Pi.<i>N</i>.9.8, [[ἀνά]] θ' ὑμέας ὄρσαι A.R.4.1352.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[levantarse]] ἂν δ' [[ἄρα]] Τυδεΐδης ὦρτο <i>Il</i>.23.812, ἂν δ' [[ἄρα]] ... ὦρτο ... Ὀδυσσεύς <i>Od</i>.8.3, ἀνὰ δ' ... ὤρνυτο Ἰήσων A.R.1.349.
|dgtxt=(ἀνόρνῡμι)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [siempre en tm.]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. -όρσω Pi.<i>N</i>.9.8]<br /><b class="num">1</b> en v. act. [[levantar]] ἀνὰ μὲν ... φόρμιγγ', ἀνὰ δ' αὐλὸν ... ὄρσομεν Pi.<i>N</i>.9.8, [[ἀνά]] θ' ὑμέας ὄρσαι A.R.4.1352.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[levantarse]] ἂν δ' [[ἄρα]] Τυδεΐδης ὦρτο <i>Il</i>.23.812, ἂν δ' [[ἄρα]] ... ὦρτο ... Ὀδυσσεύς <i>Od</i>.8.3, ἀνὰ δ' ... ὤρνυτο Ἰήσων A.R.1.349.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνόρνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ταράζω]], [[εξεγείρω]], [[εξάπτω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> τινάζομαι [[επάνω]], [[αναπηδώ]], [[πετιέμαι]].
}}
}}

Revision as of 06:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόρνῡμι Medium diacritics: ἀνόρνυμι Low diacritics: ανόρνυμι Capitals: ΑΝΟΡΝΥΜΙ
Transliteration A: anórnymi Transliteration B: anornymi Transliteration C: anornymi Beta Code: a)no/rvumi

English (LSJ)

fut. -όρσω,

   A rouse, stir up, ἀνὰ μὲν φόρμιγγ', ἀνὰ δ' αὐλὸν ὄρσομεν Pi.N.9.8; τινά A.R.4.1352:—Pass., ἂν δ' ἄρα Τυδεΐδης ὦρτο (Ep. aor.) up he started, Il.23.812, cf. Od.8.3; ἀνὰ δ' ὤρνυτ' Ἰήσων A.R.1.349.

German (Pape)

[Seite 241] (s. ὄρνυμι), aufregen, anheben, αὐλὸν ἀνόρσομεν Pind. N. 9, 8; Hom. hat den syncop. aor. med. in passiver (reflexiver) Bdtg, erhob sich, in tmesi, Iliad. 23, 812 ἂν δ' ἄρα Τυδείδης ὦρτο: Od. 8, 3 ἂν δ' ἄρα διογενὴς ὦρτο πτολίπορθος Ὀδυσσεύς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόρνῡμι: μέλλ. -όρσω, διεγείρω, ἐξεγείρω, ἀρχίζω, ἀνὰ μὲν φόρμιγγ’, ἀνὰ δ’ αὐλὸν … ὄρσομεν Πινδ. Ν. 9. 16· τινὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1352: ― Παθ., φων. ἂν δ’ ἄρα Τυδεΐδης ὦρτο (Ἐπ. ἀόρ.) ἀνεπήδησεν, «ἐτινάχθη ἐπάνω», Ἰλ. Ψ. 812· ἐγείρομαι ἐκ τῆς κλίνης, ἂν δ’ ἄρα διογενὴς ὦρτο πτολίπορθος Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Θ. 3· ἀνὰ δ’ αὐτὸς ἀρήϊος ὤρνυτ’ Ἰήσων, ἠγέρθη, ἐσηκώθη ἐπάνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 349.

English (Slater)

ἀνόρνυμι
   1 rouse, strike up ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Morel.: i. e. aor. subj.: ὄρσωμεν codd.) (N. 9.8)

Spanish (DGE)

(ἀνόρνῡμι)
• Morfología: [siempre en tm.]

• Morfología: [fut. -όρσω Pi.N.9.8]
1 en v. act. levantar ἀνὰ μὲν ... φόρμιγγ', ἀνὰ δ' αὐλὸν ... ὄρσομεν Pi.N.9.8, ἀνά θ' ὑμέας ὄρσαι A.R.4.1352.
2 en v. med. levantarse ἂν δ' ἄρα Τυδεΐδης ὦρτο Il.23.812, ἂν δ' ἄρα ... ὦρτο ... Ὀδυσσεύς Od.8.3, ἀνὰ δ' ... ὤρνυτο Ἰήσων A.R.1.349.

Greek Monolingual

ἀνόρνυμι (Α)
1. ταράζω, εξεγείρω, εξάπτω
2. παθ. τινάζομαι επάνω, αναπηδώ, πετιέμαι.