ἀποκαυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source
(big3_6)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[partir]], [[romper]] κυνέας θερίζων κἀποκαυλίζων ξύλῳ E.<i>Supp</i>.717, τὸ προῦχον τῆς ἐμβολῆς Th.2.76, τὰ πλεονάζοντα Hierocl.p.15<br /><b class="num">•</b>medic. [[fracturar]] en v. pas. ἢν δὲ ἀποκαυλισθῇ παντάπασιν τὸ ὀστέον si la fractura del hueso es completa</i> Hp.<i>Art</i>.33, cf. 14, 32, <i>Fract</i>.45, Gal.10.424<br /><b class="num">•</b>τὸ ἀποκεκαυλισμένον [[la fractura]] Hp.<i>Art</i>.33.
|dgtxt=[[partir]], [[romper]] κυνέας θερίζων κἀποκαυλίζων ξύλῳ E.<i>Supp</i>.717, τὸ προῦχον τῆς ἐμβολῆς Th.2.76, τὰ πλεονάζοντα Hierocl.p.15<br /><b class="num">•</b>medic. [[fracturar]] en v. pas. ἢν δὲ ἀποκαυλισθῇ παντάπασιν τὸ ὀστέον si la fractura del hueso es completa</i> Hp.<i>Art</i>.33, cf. 14, 32, <i>Fract</i>.45, Gal.10.424<br /><b class="num">•</b>τὸ ἀποκεκαυλισμένον [[la fractura]] Hp.<i>Art</i>.33.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποκαυλίζω]] (Α) [[καυλός]]<br /><b>1.</b> [[αποκόπτω]] τον βλαστό, το [[στέλεχος]] φυτού<br /><b>2.</b> [[κόβω]] [[κάτι]] που προεξέχει<br /><b>3.</b> [[τσακίζω]], [[θρυμματίζω]].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκαυλίζω Medium diacritics: ἀποκαυλίζω Low diacritics: αποκαυλίζω Capitals: ΑΠΟΚΑΥΛΙΖΩ
Transliteration A: apokaulízō Transliteration B: apokaulizō Transliteration C: apokavlizo Beta Code: a)pokauli/zw

English (LSJ)

(καυλός)

   A break off by the stalk: hence, break short off, E.Supp.717, Th.2.76:—Pass., to be so broken, to be fractured across, Hp.Fract.45, Art.33.

German (Pape)

[Seite 306] eigtl. den Stengel abbrechen, ganzdurchbrechen, Hippocr. im pass.; abschlagen, Eur. Suppl. 117, nach Canter's Conj.; τὸ προέχον τῆς ἐμβολῆς Thuc. 2, 76.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκαυλίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (καυλὸς) ἀποκόπτω τὸν καυλόν, τὸ στέλεχος, ἀποκόπτω, σμικρύνω, Εὐρ. Ἱκ. 717, Θουκ. 2. 76: - Παθ. θραύομαι, θραύομαι ἐν τῷ μέσῳ, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 778, περὶ Ἄρθρ. 799: - Ρηματ. ἐπίθ. -ιστέον, Ὀρειβάσ. (Mai). 18.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀπεκαύλιζον;
briser la tige ; briser net ou complètement.
Étymologie: ἀπό, καυλός.

Spanish (DGE)

partir, romper κυνέας θερίζων κἀποκαυλίζων ξύλῳ E.Supp.717, τὸ προῦχον τῆς ἐμβολῆς Th.2.76, τὰ πλεονάζοντα Hierocl.p.15
medic. fracturar en v. pas. ἢν δὲ ἀποκαυλισθῇ παντάπασιν τὸ ὀστέον si la fractura del hueso es completa Hp.Art.33, cf. 14, 32, Fract.45, Gal.10.424
τὸ ἀποκεκαυλισμένον la fractura Hp.Art.33.

Greek Monolingual

ἀποκαυλίζω (Α) καυλός
1. αποκόπτω τον βλαστό, το στέλεχος φυτού
2. κόβω κάτι που προεξέχει
3. τσακίζω, θρυμματίζω.