ἀπόρθητος: Difference between revisions
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
(big3_6) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no saqueado]], [[no devastado]] πόλις <i>Il</i>.12.11, A.<i>Pers</i>.348, E.<i>Hec</i>.906, A.R.4.1028, D.C.66.5.4, Θάσος Hdt.6.28, χώρα E.<i>Med</i>.826, Din.1.73, <i>Hell.Oxy</i>.21.3, ἀγυιαί B.8.52, γῆ Ael.<i>VH</i> 12.64, Λακεδαίμων Io Sam., tb. de los lacedemonios, Lys.33.7, Antiph.117, αἱ πατρίδες Them.<i>Or</i>.15.186a, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[inexpugnable]], [[inconquistable]] ὁρμητήριον <i>Arsameia</i> 25 (I a.C.), Κρηπίς <i>IGLS</i> 1.37 (Nemrud Dagh I a.C.). | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no saqueado]], [[no devastado]] πόλις <i>Il</i>.12.11, A.<i>Pers</i>.348, E.<i>Hec</i>.906, A.R.4.1028, D.C.66.5.4, Θάσος Hdt.6.28, χώρα E.<i>Med</i>.826, Din.1.73, <i>Hell.Oxy</i>.21.3, ἀγυιαί B.8.52, γῆ Ael.<i>VH</i> 12.64, Λακεδαίμων Io Sam., tb. de los lacedemonios, Lys.33.7, Antiph.117, αἱ πατρίδες Them.<i>Or</i>.15.186a, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[inexpugnable]], [[inconquistable]] ὁρμητήριον <i>Arsameia</i> 25 (I a.C.), Κρηπίς <i>IGLS</i> 1.37 (Nemrud Dagh I a.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπόρθητος]], -ον) [[[πορθώ]] (-<i>έω</i>)]<br />αυτός που δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να κυριευθεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not sacked, unravaged, Πριάμοιο . . ἀ. πόλις ἔπλεν Il.12.11; ἀρχαγοὺς ἀπορθήτων ἀγυιᾶν B.8.52, cf. 99; Θάσον ἀ. λείπειν Hdt.6.28; ἀ. χώρα Hell.Oxy.16.3; of Attica, E.Med.826, cf. A.Pers. 348; of Laconia, Din.1.73, cf. Lys.33.7; οὐκ ἐφύσων οἱ Λάκωνες ὡς ἀπόρθητοί ποτε; Antiph.117.
German (Pape)
[Seite 321] unzerstört, Il. 12, 11; Her. 6, 28; Aesch. Pers. 340; χώρα, unverwüstet, Eur. Med. 826, wo ein cod. ἀπορθήτη hat; unzerstörbar, χώρα – νομιζομένη Din. 1, 73; vgl. Lys. 33, 7; Λάκωνες ἀπόρθητοι Antiphan. bei Ath. XV, 681 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόρθητος: -ον, ὡσαύτως ἴσως -η, ον, Πόρσ. ἐν Εὐρ. Μηδ. 822: ― μὴ ἁλούς, μὴ κυριευθείς, Πριάμοιο ἀπ. πόλις ἔπλεν Ἰλ. Μ. 11· Θάσον ἀπ. λείπειν Ἡρόδ. 6. 28· ἀπ. χώρα, περὶ τῆς Ἀττικῆς, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 348· περὶ τῆς Λακωνίας, Δείναρχ. 99. 27, πρβλ. Λυσ. 914. 16, Reisk.· οὐκ ἐφύσων οἱ Λάκωνες ὡς ἀπόρθητοί ποτε Ἀντιφάν. ἐν «Κιθαριστῇ» 1.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
non dévasté.
Étymologie: ἀ, πορθέω.
English (Autenrieth)
(πορθέω): unsacked, undestroyed; πόλις, Il. 12.11†.
Spanish (DGE)
-ον
1 no saqueado, no devastado πόλις Il.12.11, A.Pers.348, E.Hec.906, A.R.4.1028, D.C.66.5.4, Θάσος Hdt.6.28, χώρα E.Med.826, Din.1.73, Hell.Oxy.21.3, ἀγυιαί B.8.52, γῆ Ael.VH 12.64, Λακεδαίμων Io Sam., tb. de los lacedemonios, Lys.33.7, Antiph.117, αἱ πατρίδες Them.Or.15.186a, cf. Hsch.
2 inexpugnable, inconquistable ὁρμητήριον Arsameia 25 (I a.C.), Κρηπίς IGLS 1.37 (Nemrud Dagh I a.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπόρθητος, -ον) [[[πορθώ]] (-έω)]
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να κυριευθεί.