ἀποσυλάω: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(big3_6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀποσῡλάω) <b class="num">1</b> [[quitar]], [[arrebatar]] c. ac. de cosa y gen. de pers. o cosa νιν (τιμάν) ... ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι ... τοκέων Pi.<i>P</i>.4.110, τὰς οὐσίας τῶν ζώντων D.C.47.16.1, de la circuncisión σάρκ' ἀποσυλῆσαι πόσθης Theodotus <i>SHell</i>.761, en v. pas. ποταμοῦ ἀποσυληθέντα καρκίνον cangrejo arrebatado del río</i> Nic.<i>Th</i>.605, cf. Poll.1.236.<br /><b class="num">2</b> [[robar]], [[privar de]], [[despojar]] c. ac. de pers. o cosa y gen. de cosa ὅς μ' ... ἀπεσύλησεν πάτρας S.<i>OC</i> 1330, en v. pas. (ἱερὰ) ἀποσυληθέντα τῶν ἀναθημάτων Iul.<i>Or</i>.7.228b<br /><b class="num">•</b>c. doble ac. τοῖον ὅμηρον μ' ἀποσυλήσας E.<i>Alc</i>.870, χαλκοῦς καὶ ἄλλα ... ἡμᾶς <i>UPZ</i> 19.29 (II a.C.), en v. pas. σκῆπτρον τιμάς τ' ἀποσυλᾶται A.<i>Pr</i>.171<br /><b class="num">•</b>sólo c. ac. de cosa [[pillar]], [[robar]] ἃ ἐδύνατο Is.5.30, χρήματα X.<i>An</i>.1.4.8, cf. <i>POxy</i>.1121.20 (III d.C.), τὴν Ἄρτεμιν Luc.<i>Tox</i>.2, en v. pas. τῶν πατρῴ<ω>ν μου ἀποσυληθέντων <i>PCair.Isidor</i>.63.10 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>sólo c. ac. de pers., mismo sent. ἀπεσύλησεν αὐτοὺς καὶ ἀνεχώρησεν <i>POxy</i>.3581.14 (IV/V d.C.). | |dgtxt=(ἀποσῡλάω) <b class="num">1</b> [[quitar]], [[arrebatar]] c. ac. de cosa y gen. de pers. o cosa νιν (τιμάν) ... ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι ... τοκέων Pi.<i>P</i>.4.110, τὰς οὐσίας τῶν ζώντων D.C.47.16.1, de la circuncisión σάρκ' ἀποσυλῆσαι πόσθης Theodotus <i>SHell</i>.761, en v. pas. ποταμοῦ ἀποσυληθέντα καρκίνον cangrejo arrebatado del río</i> Nic.<i>Th</i>.605, cf. Poll.1.236.<br /><b class="num">2</b> [[robar]], [[privar de]], [[despojar]] c. ac. de pers. o cosa y gen. de cosa ὅς μ' ... ἀπεσύλησεν πάτρας S.<i>OC</i> 1330, en v. pas. (ἱερὰ) ἀποσυληθέντα τῶν ἀναθημάτων Iul.<i>Or</i>.7.228b<br /><b class="num">•</b>c. doble ac. τοῖον ὅμηρον μ' ἀποσυλήσας E.<i>Alc</i>.870, χαλκοῦς καὶ ἄλλα ... ἡμᾶς <i>UPZ</i> 19.29 (II a.C.), en v. pas. σκῆπτρον τιμάς τ' ἀποσυλᾶται A.<i>Pr</i>.171<br /><b class="num">•</b>sólo c. ac. de cosa [[pillar]], [[robar]] ἃ ἐδύνατο Is.5.30, χρήματα X.<i>An</i>.1.4.8, cf. <i>POxy</i>.1121.20 (III d.C.), τὴν Ἄρτεμιν Luc.<i>Tox</i>.2, en v. pas. τῶν πατρῴ<ω>ν μου ἀποσυληθέντων <i>PCair.Isidor</i>.63.10 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>sólo c. ac. de pers., mismo sent. ἀπεσύλησεν αὐτοὺς καὶ ἀνεχώρησεν <i>POxy</i>.3581.14 (IV/V d.C.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποσῡλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αποσπώ]] [[λάφυρα]] από κάποιον, και ως εκ [[τούτου]] [[υπεξαιρώ]], [[αφαιρώ]], [[αρπάζω]] [[κάτι]] από κάποιον, <i>τινά τινος</i>, σε Σοφ.· <i>τινά τι</i>, σε Ξεν. — Παθ., <i>ἀποσυλᾶσθαί τι</i>, αποστερούμαι, ληστεύομαι από [[κάτι]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A strip off spoils from a person: hence, strip off or take away from, τί τινος Pi.P.4.110. II rob, defraud one of a thing, ὅς μ' . . ἀπεσύλησεν πάτρας S.OC1330; ὅτε ἐκράτησεν ἡμῶν ἀπεσύλησεν ἂ ἐδύνατο Is.5.30; ἀ. τινά τι E.Alc.870 (lyr.), X.An.1.4.8:—Pass., ἀποσυλᾶσθαί τι A.Pr.172 (lyr.); ἱερὰ -συληθέντα τῶν ἀναθημάτων Jul. Or.7.228b. III carry off, τὴν Ἄρτεμιν Luc.Tox.2.
German (Pape)
[Seite 328] abnehmen, die Rüstung den Erschlagenen, übh. berauben, τί τινος, τοκέων τιμάν, Pind. P. 4, 110; τινά τινος Soph. O. C. 1332; Is. 5, 30; τινά τι Xen. An. 1, 4, 8; Eur. Alc. 870; Luc. Tox. 28; ἀποσυλῶμαί τι Aesch. Prom. 171; κόρην ἐκ τῶν ἀδύτων Heliod. 10, 36.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσῡλάω: λαμβάνω λάφυρα ἀπό τινος, ὅθεν ἀφαιρῶ, ἁρπάζω τί τινος Πινδ. Π. 4. 195. ΙΙ. ἀποστερῶ τινά τινος, ὅς μ’ ἐξέωσε κἀπεσύλησεν πάτρας Σοφ. Ο. Κ. 1330 (ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμ.), Ἰσαῖος 54. 2: ὡσαύτως, ἀπ. τινά τι Εὐρ. Ἄλκ. 870, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 8· ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., ἀποσυλᾶσθαί τι Αἰσχύλ. Πρ.174. ― ἀποσυλέω καὶ -όω, εἶναι τύπος ἀμφίβολος.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
piller, ravir ; τινά τινος, τινά τι dépouiller qqn de qch.
Étymologie: ἀπό, συλάω.
Spanish (DGE)
(ἀποσῡλάω) 1 quitar, arrebatar c. ac. de cosa y gen. de pers. o cosa νιν (τιμάν) ... ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι ... τοκέων Pi.P.4.110, τὰς οὐσίας τῶν ζώντων D.C.47.16.1, de la circuncisión σάρκ' ἀποσυλῆσαι πόσθης Theodotus SHell.761, en v. pas. ποταμοῦ ἀποσυληθέντα καρκίνον cangrejo arrebatado del río Nic.Th.605, cf. Poll.1.236.
2 robar, privar de, despojar c. ac. de pers. o cosa y gen. de cosa ὅς μ' ... ἀπεσύλησεν πάτρας S.OC 1330, en v. pas. (ἱερὰ) ἀποσυληθέντα τῶν ἀναθημάτων Iul.Or.7.228b
•c. doble ac. τοῖον ὅμηρον μ' ἀποσυλήσας E.Alc.870, χαλκοῦς καὶ ἄλλα ... ἡμᾶς UPZ 19.29 (II a.C.), en v. pas. σκῆπτρον τιμάς τ' ἀποσυλᾶται A.Pr.171
•sólo c. ac. de cosa pillar, robar ἃ ἐδύνατο Is.5.30, χρήματα X.An.1.4.8, cf. POxy.1121.20 (III d.C.), τὴν Ἄρτεμιν Luc.Tox.2, en v. pas. τῶν πατρῴ<ω>ν μου ἀποσυληθέντων PCair.Isidor.63.10 (III d.C.)
•sólo c. ac. de pers., mismo sent. ἀπεσύλησεν αὐτοὺς καὶ ἀνεχώρησεν POxy.3581.14 (IV/V d.C.).
Greek Monotonic
ἀποσῡλάω: μέλ. -ήσω, αποσπώ λάφυρα από κάποιον, και ως εκ τούτου υπεξαιρώ, αφαιρώ, αρπάζω κάτι από κάποιον, τινά τινος, σε Σοφ.· τινά τι, σε Ξεν. — Παθ., ἀποσυλᾶσθαί τι, αποστερούμαι, ληστεύομαι από κάτι, σε Αισχύλ.