ἀπονέω: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(big3_6)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[no sufrir]], [[estar sano]] Hsch.s.u. ἀωδυνεῖν.
|dgtxt=[[no sufrir]], [[estar sano]] Hsch.s.u. ἀωδυνεῖν.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπονέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεφορτώνω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[απορρίπτω]] [[βάρος]] από [[πάνω]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>νέω</i> (III), ενεστ. μόνο σε σύνθετο με σημ. «[[συσσωρεύω]], [[φορτώνω]]»].
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονέω Medium diacritics: ἀπονέω Low diacritics: απονέω Capitals: ΑΠΟΝΕΩ
Transliteration A: aponéō Transliteration B: aponeō Transliteration C: aponeo Beta Code: a)pone/w

English (LSJ)

(A),

   A unload:—Med., throw off a load from, στέρνων ἀπονησαμένη (expl. by ἀποσωρεύσασα in AB432, Hsch.) E.Ion875; ἀπενήσω· ἀπέβαλες AB421; ἀπὸ δ' εἵματα . . νηήσαντο A.R.1.364.
ἀπονέω (B), (ἄπονος)

   A to be without pain, Hsch. s.v. ἀωδυνεῖν.

German (Pape)

[Seite 316] = ἀπονήχομαι. (s. νέω), abhäufen, entlasten, Eur. Ion. 875 στέρνων ἀπονησαμένη (B. A. erkl. ἀποθεμένη), die Brust von der Bürde entladen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονέω: (ἄπονος) εἶμαι ἄνευ πόνου, ὀδύνης, ὑγιαίνω, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀωδυνεῖν.
μέλλ. -νήσω «ξεφορτώνω»: ― Μέσ. ἀπορρίπτω βάρος ἀπ’ ἐμοῦ, στέρνων ἀπονησαμένη, «ἀποσωρεύσασα ἢ ἀποθεμένη» Α. Β. 432, 29, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει, Εὐρ. Ἴων 875 «ἀπενῄσω, ἀπέβαλες», Α. Β. 421, 16· ἀπὸ δ' εἵματα... νηήσαντο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 364.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
ôter un poids de;
Moy. ἀπονέομαι se décharger.
Étymologie: ἀπό, νέω⁴.

Spanish (DGE)

no sufrir, estar sano Hsch.s.u. ἀωδυνεῖν.

Greek Monolingual

ἀπονέω (Α)
1. ξεφορτώνω
2. (-ομαι) απορρίπτω βάρος από πάνω μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + νέω (III), ενεστ. μόνο σε σύνθετο με σημ. «συσσωρεύω, φορτώνω»].