ἀραρότως: Difference between revisions
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(big3_6) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰρᾱ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [compar. ἀραρώτερον Them.<i>Or</i>.22.270c]<br />adv. sobre part. perf. de [[ἀραρίσκω]]<br /><b class="num">I</b> concr. [[fija]], [[firmemente]] μένειν A.<i>Supp</i>.945, Hero <i>Aut</i>.23.4, εἶχε E.<i>Med</i>.1192, πήξαντες Plb.3.46.1, ἵστησιν D.S.3.35.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[firmemente]], [[con seguridad]] del conocer ἀ. γνωστόν Gal.8.637, cf. Basil.M.31.1588B, Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.916B, [[εἰπεῖν]] Cyr.Al.M.70.269C, γενήσεται Eus.<i>Is</i>.46.10.<br /><b class="num">2</b> [[apropiadamente]] ἐπιμέμφεται Didym.M.39.661B.<br /><b class="num">3</b> [[complaciente]], [[diligentemente]] ἀ. ὑπηρετεῖν Pl.<i>Phdr</i>.240d, ἀραρώτερον ἐπὶ τῶν φίλων λέγειν Them.<i>Or</i>.22.270b, τὸ προσταγὲν ἀ. ... συνετέλει LXX 3<i>Ma</i>.5.4, τηρεῖ D.Chr.3.79, cf. Iambl.<i>Protr</i>.12. | |dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰρᾱ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [compar. ἀραρώτερον Them.<i>Or</i>.22.270c]<br />adv. sobre part. perf. de [[ἀραρίσκω]]<br /><b class="num">I</b> concr. [[fija]], [[firmemente]] μένειν A.<i>Supp</i>.945, Hero <i>Aut</i>.23.4, εἶχε E.<i>Med</i>.1192, πήξαντες Plb.3.46.1, ἵστησιν D.S.3.35.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[firmemente]], [[con seguridad]] del conocer ἀ. γνωστόν Gal.8.637, cf. Basil.M.31.1588B, Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.916B, [[εἰπεῖν]] Cyr.Al.M.70.269C, γενήσεται Eus.<i>Is</i>.46.10.<br /><b class="num">2</b> [[apropiadamente]] ἐπιμέμφεται Didym.M.39.661B.<br /><b class="num">3</b> [[complaciente]], [[diligentemente]] ἀ. ὑπηρετεῖν Pl.<i>Phdr</i>.240d, ἀραρώτερον ἐπὶ τῶν φίλων λέγειν Them.<i>Or</i>.22.270b, τὸ προσταγὲν ἀ. ... συνετέλει LXX 3<i>Ma</i>.5.4, τηρεῖ D.Chr.3.79, cf. Iambl.<i>Protr</i>.12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀραρότως]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[στερεά]], ισχυρά, [[στενά]]<br /><b>2.</b> όπως [[πρέπει]], με [[ασφάλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(μτχ.)</b> <i>ἀρᾱρώς</i>, του πρκμ. <i>ἄρᾱρα</i> του ρ. [[αραρίσκω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰρ], (ἀραρίσκω)
A compactly, closely, strongly, A.Supp.945, E.Med.1192, Pl.Phdr.240d, D.Chr.3.79, Iamb.Protr.12: Comp. ἀραρότερον (-ώτερον Dind.) Them.Or.22.270c.
German (Pape)
[Seite 344] angefügt, fest, μένειν Aesch. Suppl. 923; ὑπηρετεῖν Plat. Phaedr. 240 d; ἀραρότερον λέγειν, zusammenhängender sprechen, Themist.; u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρᾱρότως: ἐπίρρ. τοῦ ἀρᾱρώς, μετοχ. πρκμ. τοῦ ἀραρίσκω, στερεῶς, στενῶς, συμπαγῶς, ἰσχυρῶς, «ἁρμοδίως, προσηρμοσμένως, ἁρμοζόντως, ἀσφαλῶς· ὅθεν καὶ τὸ ἄραρεν, παγίως δέδοκται» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 945, Μήδ. 1192, Πλάτ. Φαῖδρ. 240D. Ὁ Θεμίστ. 270C ἔχει συγκρ. ἀραρότερον.
French (Bailly abrégé)
adv.
fermement, solidement.
Étymologie: ἀραρώς.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰρᾱ-]
• Morfología: [compar. ἀραρώτερον Them.Or.22.270c]
adv. sobre part. perf. de ἀραρίσκω
I concr. fija, firmemente μένειν A.Supp.945, Hero Aut.23.4, εἶχε E.Med.1192, πήξαντες Plb.3.46.1, ἵστησιν D.S.3.35.
II fig.
1 firmemente, con seguridad del conocer ἀ. γνωστόν Gal.8.637, cf. Basil.M.31.1588B, Dion.Ar.DN M.3.916B, εἰπεῖν Cyr.Al.M.70.269C, γενήσεται Eus.Is.46.10.
2 apropiadamente ἐπιμέμφεται Didym.M.39.661B.
3 complaciente, diligentemente ἀ. ὑπηρετεῖν Pl.Phdr.240d, ἀραρώτερον ἐπὶ τῶν φίλων λέγειν Them.Or.22.270b, τὸ προσταγὲν ἀ. ... συνετέλει LXX 3Ma.5.4, τηρεῖ D.Chr.3.79, cf. Iambl.Protr.12.
Greek Monolingual
ἀραρότως επίρρ. (Α)
1. στερεά, ισχυρά, στενά
2. όπως πρέπει, με ασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ.) ἀρᾱρώς, του πρκμ. ἄρᾱρα του ρ. αραρίσκω].