ἀπροσφώνητος: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(big3_6) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[a quien no es dirigida la palabra]], <i>omnis nos</i> ἀπροσφωνήτους <i>... relinquebat</i> Cic.<i>Att</i>.158.1, παρῆλθον αὐτὸν ἀπροσφώνητον Eust.<i>Op</i>.324.21, cf. Sch.A.R.1.643c<br /><b class="num">•</b>de cosas [[no comentado o aludido]] οὐδὲν ἀθέατον οὐδὲ ἀπροσφώνητον ἐκφεύγει τῶν καλῶς ἢ τοὐναντίον γεγονότων Plu.2.575b. | |dgtxt=-ον<br />[[a quien no es dirigida la palabra]], <i>omnis nos</i> ἀπροσφωνήτους <i>... relinquebat</i> Cic.<i>Att</i>.158.1, παρῆλθον αὐτὸν ἀπροσφώνητον Eust.<i>Op</i>.324.21, cf. Sch.A.R.1.643c<br /><b class="num">•</b>de cosas [[no comentado o aludido]] οὐδὲν ἀθέατον οὐδὲ ἀπροσφώνητον ἐκφεύγει τῶν καλῶς ἢ τοὐναντίον γεγονότων Plu.2.575b. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπροσφώνητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει προσφωνηθεί, που δεν τον έχουν χαιρετίσει<br /><b>2.</b> [[απαρατήρητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not accosted, Cic.Att. 8.8.1. 2 unnoticed, unremarked, Plu.2.575b, Sch.A.R.1.645.
German (Pape)
[Seite 340] 1) nicht angeredet, nicht begrüßt, Cic. Att. 8, 8. – 2) unerbittlich, Plut.; Schol. Ap. Rh. 1, 645. Vgl. ἀπροσήγορος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσφώνητος: -ον, ἀπροσαύδητος, «ἀχαιρέτητος», Κικ. π. Ἀττ. 8. 8, 1. 2) ἀπαρατήρητος, Πλούτ. 2. 575Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non signalé.
Étymologie: ἀ, προσφωνέω.
Spanish (DGE)
-ον
a quien no es dirigida la palabra, omnis nos ἀπροσφωνήτους ... relinquebat Cic.Att.158.1, παρῆλθον αὐτὸν ἀπροσφώνητον Eust.Op.324.21, cf. Sch.A.R.1.643c
•de cosas no comentado o aludido οὐδὲν ἀθέατον οὐδὲ ἀπροσφώνητον ἐκφεύγει τῶν καλῶς ἢ τοὐναντίον γεγονότων Plu.2.575b.
Greek Monolingual
ἀπροσφώνητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει προσφωνηθεί, που δεν τον έχουν χαιρετίσει
2. απαρατήρητος.