ἀργυραμοιβός: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(big3_6) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[el que cambia moneda]], [[cambista]] νόμισμά τε πρὸς τὰ ἄλλα καὶ αὐτὸ πρὸς αὑτὸ διαμείβοντες, οὓς ἀργυραμοιβοὺς ... ἐπωνομάκαμεν Pl.<i>Plt</i>.289e, Ἰήονες Poll.3.84, 7.170, <i>IEphesos</i> 1302 (VI d.C.), Hsch., cf. Procop.<i>Arc</i>.25.12<br /><b class="num">•</b>peyor., de Judas <i>Chr.Pat</i>.278.<br /><b class="num">2</b> [[el que verifica la autenticidad de la moneda]], [[contrastador]] χρυσὸν ὁποίῃ πεύθονται, μὴ φαῦλος, ἐτήτυμον ἀργυραμοιβοί Theoc.12.37, cf. Ph.1.395, Clem.Al.<i>Strom</i>.2.4.15.<br /><b class="num">II</b> adj. [[propio del cambista]] τιμή Maiist.61, τράπεζα Man.3.99. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[el que cambia moneda]], [[cambista]] νόμισμά τε πρὸς τὰ ἄλλα καὶ αὐτὸ πρὸς αὑτὸ διαμείβοντες, οὓς ἀργυραμοιβοὺς ... ἐπωνομάκαμεν Pl.<i>Plt</i>.289e, Ἰήονες Poll.3.84, 7.170, <i>IEphesos</i> 1302 (VI d.C.), Hsch., cf. Procop.<i>Arc</i>.25.12<br /><b class="num">•</b>peyor., de Judas <i>Chr.Pat</i>.278.<br /><b class="num">2</b> [[el que verifica la autenticidad de la moneda]], [[contrastador]] χρυσὸν ὁποίῃ πεύθονται, μὴ φαῦλος, ἐτήτυμον ἀργυραμοιβοί Theoc.12.37, cf. Ph.1.395, Clem.Al.<i>Strom</i>.2.4.15.<br /><b class="num">II</b> adj. [[propio del cambista]] τιμή Maiist.61, τράπεζα Man.3.99. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[ἀργυραμοιβός]])<br />αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα με [[κέρδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[αμοιβός]] <span style="color: red;"><</span> [[αμείβω]] «[[παίρνω]] ή [[δίνω]] [[κάτι]] ως [[αντάλλαγμα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A money-changer, banker, Pl.Plt. 289e, Theoc.12.37, etc.: as Adj., ἀ. τιμή Maiist.32.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργυρᾰμοιβός: ὁ, ὁ ἀνταλλάσσων νομίσματα, κολλυβιστής, Λατ. argentarius, Πλάτ. Πολιτ. 289Ε, Θεόκρ. 12. 37· «ὁ κέρμα ἀντὶ ἀργυρίου ἀλλασσόμενος, ὁ τραπεζίτης, ὁ ἀργυροπράτης, κολλεκτάριος» Σουΐδ., Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
changeur, banquier.
Étymologie: ἄργυρος, ἀμείβομαι.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I 1el que cambia moneda, cambista νόμισμά τε πρὸς τὰ ἄλλα καὶ αὐτὸ πρὸς αὑτὸ διαμείβοντες, οὓς ἀργυραμοιβοὺς ... ἐπωνομάκαμεν Pl.Plt.289e, Ἰήονες Poll.3.84, 7.170, IEphesos 1302 (VI d.C.), Hsch., cf. Procop.Arc.25.12
•peyor., de Judas Chr.Pat.278.
2 el que verifica la autenticidad de la moneda, contrastador χρυσὸν ὁποίῃ πεύθονται, μὴ φαῦλος, ἐτήτυμον ἀργυραμοιβοί Theoc.12.37, cf. Ph.1.395, Clem.Al.Strom.2.4.15.
II adj. propio del cambista τιμή Maiist.61, τράπεζα Man.3.99.
Greek Monolingual
ο (AM ἀργυραμοιβός)
αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα με κέρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + αμοιβός < αμείβω «παίρνω ή δίνω κάτι ως αντάλλαγμα»].