ἀριστητής: Difference between revisions

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[glotón]], [[comilón]] Hp.<i>Aër</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[comensal]] Rom.Mel.38.ιβʹ.6.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[glotón]], [[comilón]] Hp.<i>Aër</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[comensal]] Rom.Mel.38.ιβʹ.6.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀριστητής]], ο (Α)<br />αυτός που τρώγει περισσότερα από ένα πλήρη γεύματα την [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αριστώ]] <span style="color: red;"><</span> [[άριστον]] «[[πρόγευμα]] ή [[γεύμα]]»].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστητής Medium diacritics: ἀριστητής Low diacritics: αριστητής Capitals: ΑΡΙΣΤΗΤΗΣ
Transliteration A: aristētḗs Transliteration B: aristētēs Transliteration C: aristitis Beta Code: a)risthth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who breakfasts, i.e. takes more than one full meal in the day, Hp.Aër.1.

German (Pape)

[Seite 352] ὁ, der Frühstückende, neben φιλοπότης, also der Esser, Hippocr. Davon

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστητής: -οῦ, ὁ, (ἀριστάω) ὁ πολλάκις ἀριστῶν, πολυφάγος, πότερον φιλοπόται καὶ ἀριστηταὶ καὶ ἀταλαίπωροι Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, 53. (Ἔκδ. Κοραῆ μικρὰ σ. 4. V).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 glotón, comilón Hp.Aër.1.
2 comensal Rom.Mel.38.ιβʹ.6.

Greek Monolingual

ἀριστητής, ο (Α)
αυτός που τρώγει περισσότερα από ένα πλήρη γεύματα την ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστώ < άριστον «πρόγευμα ή γεύμα»].