βαθυκήτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
(big3_8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(βᾰθῠκήτης) -ες<br />[[de abismos poblados de monstruos]] πόντος Thgn.175 (var.), Luc.<i>Tim</i>.26.
|dgtxt=(βᾰθῠκήτης) -ες<br />[[de abismos poblados de monstruos]] πόντος Thgn.175 (var.), Luc.<i>Tim</i>.26.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθῠκήτης:''' -ες ([[κῆτος]]), αυτός που έχει αχανές [[βάθος]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Θέογν.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθῠκήτης Medium diacritics: βαθυκήτης Low diacritics: βαθυκήτης Capitals: ΒΑΘΥΚΗΤΗΣ
Transliteration A: bathykḗtēs Transliteration B: bathykētēs Transliteration C: vathykitis Beta Code: baqukh/ths

English (LSJ)

πόντος

   A deep yawning sea, Thgn.175; cf. μεγακήτης.

German (Pape)

[Seite 424] ες (κῆτος), tief gehöhlt, πόντος Theogn. 175; daraus Luc. Tim. 26.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθῠκήτης: πόντος, ἡ βαθεῖα καὶ χαίνουσα θάλασσα, Θέογν. 175· πρβλ. μεγακήτης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
aux abîmes peuplés d’énormes poissons.
Étymologie: βαθύς, κῆτος.

Spanish (DGE)

(βᾰθῠκήτης) -ες
de abismos poblados de monstruos πόντος Thgn.175 (var.), Luc.Tim.26.

Greek Monotonic

βᾰθῠκήτης: -ες (κῆτος), αυτός που έχει αχανές βάθος, λέγεται για τη θάλασσα, σε Θέογν.