βραχύστομος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(big3_9)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de boca estrecha]] λιμήν Str.14.1.24, ἀγγεῖα Plu.2.47e, ὀπαί Hld.8.16.4.
|dgtxt=-ον<br />[[de boca estrecha]] λιμήν Str.14.1.24, ἀγγεῖα Plu.2.47e, ὀπαί Hld.8.16.4.
}}
{{grml
|mltxt=[[βραχύστομος]], -ον (Α)<br />(για [[λιμάνι]]) με στενό [[στόμιο]] ή στενή είσοδο.
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχύστομος Medium diacritics: βραχύστομος Low diacritics: βραχύστομος Capitals: ΒΡΑΧΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: brachýstomos Transliteration B: brachystomos Transliteration C: vrachystomos Beta Code: braxu/stomos

English (LSJ)

ον,

   A with narrow mouth, λιμήν Str.14.1.24; ἀγγεῖα Plu.2.47e.

German (Pape)

[Seite 462] mit enger Mündung, λιμήν Strab. XIV, 641; ἀγγεῖον Plut. de audit. 10 M.

Greek (Liddell-Scott)

βραχύστομος: -ον, ὁ ἔχων στενόν, μικρὸν στόμα, Στράβων 641, Πλούτ. 2. 47Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à bouche ou à ouverture étroite.
Étymologie: βραχύς, στόμα.

Spanish (DGE)

-ον
de boca estrecha λιμήν Str.14.1.24, ἀγγεῖα Plu.2.47e, ὀπαί Hld.8.16.4.

Greek Monolingual

βραχύστομος, -ον (Α)
(για λιμάνι) με στενό στόμιο ή στενή είσοδο.