γαλακτουργός: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(big3_9)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν [[que hace lacticinios]] ἄνδρες Parmenio en Ath.608a.
|dgtxt=-όν [[que hace lacticinios]] ἄνδρες Parmenio en Ath.608a.
}}
{{grml
|mltxt=[[γαλακτουργός]], ο (Α)<br />αυτός που παρασκευάζει φαγητά ή [[γλυκά]] με [[γάλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]](-<i>κτος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[έργον]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ξυλουργός]], [[ταλασιουργός]])].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτουργός Medium diacritics: γαλακτουργός Low diacritics: γαλακτουργός Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: galaktourgós Transliteration B: galaktourgos Transliteration C: galaktourgos Beta Code: galaktourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A making milkdishes, Parmenion ap.Ath.13.608a.

German (Pape)

[Seite 471] ὁ, der Milchspeisen bereitet, bei Ath. XIII, 608 a.

Greek (Liddell-Scott)

γαλακτουργός: -όν, ὁ παρασκευάζων ἐδέσματα ἐκ γάλακτος, Παρμενίδ. παρ’ Ἀθην. 608Α. ― γαλακτουργία, ἡ, ἴδε Λεξ. Κουμ.

Spanish (DGE)

-όν que hace lacticinios ἄνδρες Parmenio en Ath.608a.

Greek Monolingual

γαλακτουργός, ο (Α)
αυτός που παρασκευάζει φαγητά ή γλυκά με γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα(-κτος) + -ουργός < έργον (πρβλ. ξυλουργός, ταλασιουργός)].