γλύμμα: Difference between revisions

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
(big3_10)
(8)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[impronta]], [[figura grabada]] sobre diversos objetos, esp. gemas y piedras preciosas engarzadas en anillos o sellos, Eup.441, <i>AP</i> 9.752 (Antip.Thess.), <i>AP</i> 11.38 (Polem.) (= <i>CIG</i> 7298), [[δακτύλιον]] λίθου καὶ γλύμματος πολυτελοῦς Str.14.1.16, γ. σφραγῖδος LXX <i>Ex</i>.28.11, [[γλύμμα]] αὐτῆς (Ἀφροδίτης) ἔνοπλον D.C.43.43.3, empleado para legitimar testamentos los testigos ἐσφράγεισα σφραγεῖδι ἐχούσῃ γ. ἴβιος <i>PKöln</i> 100.37, cf. 40 (II d.C.), <i>SB</i> 9642.5.28 (II d.C.), <i>PStras</i>.546.9 (II d.C.), ἐγνώρισα τὴν ἰδίαν μου σφραγῖδα οὖσαν γλύμματος Σαράπιδος <i>POxy</i>.494.34 (II d.C.), para sellar contratos συνεθέμην καθὼς πρόκειται καὶ ἐσφράγισα γλύμματι <i>BGU</i> 86.45 (II d.C.), en una carta ἐσφράγισα δὲ τὴν ἐπιστολὴν γλύμματι Ἁρποχράτους <i>PPetaus</i> 27.34 (II d.C.), en una receta γλύμματι τούτῳ ἐσφραγίζετο (λεοντάριον) Gal.12.773, para sellar jarras κεράμια ἐσφραγισμένα ... σφραγῖδα ἔχουσα γλύμματι Σαχύψεως <i>SB</i> 8002.7 (III d.C.), sobre monedas χρυσοῦς γ. [[ἑαυτοῦ]] φέροντας D.C.79.4.7.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[impronta]], [[figura grabada]] sobre diversos objetos, esp. gemas y piedras preciosas engarzadas en anillos o sellos, Eup.441, <i>AP</i> 9.752 (Antip.Thess.), <i>AP</i> 11.38 (Polem.) (= <i>CIG</i> 7298), [[δακτύλιον]] λίθου καὶ γλύμματος πολυτελοῦς Str.14.1.16, γ. σφραγῖδος LXX <i>Ex</i>.28.11, [[γλύμμα]] αὐτῆς (Ἀφροδίτης) ἔνοπλον D.C.43.43.3, empleado para legitimar testamentos los testigos ἐσφράγεισα σφραγεῖδι ἐχούσῃ γ. ἴβιος <i>PKöln</i> 100.37, cf. 40 (II d.C.), <i>SB</i> 9642.5.28 (II d.C.), <i>PStras</i>.546.9 (II d.C.), ἐγνώρισα τὴν ἰδίαν μου σφραγῖδα οὖσαν γλύμματος Σαράπιδος <i>POxy</i>.494.34 (II d.C.), para sellar contratos συνεθέμην καθὼς πρόκειται καὶ ἐσφράγισα γλύμματι <i>BGU</i> 86.45 (II d.C.), en una carta ἐσφράγισα δὲ τὴν ἐπιστολὴν γλύμματι Ἁρποχράτους <i>PPetaus</i> 27.34 (II d.C.), en una receta γλύμματι τούτῳ ἐσφραγίζετο (λεοντάριον) Gal.12.773, para sellar jarras κεράμια ἐσφραγισμένα ... σφραγῖδα ἔχουσα γλύμματι Σαχύψεως <i>SB</i> 8002.7 (III d.C.), sobre monedas χρυσοῦς γ. [[ἑαυτοῦ]] φέροντας D.C.79.4.7.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[γλύμμα]]) [[γλύφω]]<br />[[κοίλωμα]] ή [[εγκοπή]] που γίνεται με το [[κοπίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιγραφή]]<br /><b>2.</b> [[σφραγίδα]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλύμμα Medium diacritics: γλύμμα Low diacritics: γλύμμα Capitals: ΓΛΥΜΜΑ
Transliteration A: glýmma Transliteration B: glymma Transliteration C: glymma Beta Code: glu/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (γλύφω)

   A engraved figure, signet, Eup.406, Str. 14.1.16, BGU86.45 (ii A. D.); inscription, AP11.38 (Polemo Rex), Gal.12.773.

Greek (Liddell-Scott)

γλύμμα: τό, (γλύφω) εἰκὼν γεγλυμμένη, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 7298.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
impronta, figura grabada sobre diversos objetos, esp. gemas y piedras preciosas engarzadas en anillos o sellos, Eup.441, AP 9.752 (Antip.Thess.), AP 11.38 (Polem.) (= CIG 7298), δακτύλιον λίθου καὶ γλύμματος πολυτελοῦς Str.14.1.16, γ. σφραγῖδος LXX Ex.28.11, γλύμμα αὐτῆς (Ἀφροδίτης) ἔνοπλον D.C.43.43.3, empleado para legitimar testamentos los testigos ἐσφράγεισα σφραγεῖδι ἐχούσῃ γ. ἴβιος PKöln 100.37, cf. 40 (II d.C.), SB 9642.5.28 (II d.C.), PStras.546.9 (II d.C.), ἐγνώρισα τὴν ἰδίαν μου σφραγῖδα οὖσαν γλύμματος Σαράπιδος POxy.494.34 (II d.C.), para sellar contratos συνεθέμην καθὼς πρόκειται καὶ ἐσφράγισα γλύμματι BGU 86.45 (II d.C.), en una carta ἐσφράγισα δὲ τὴν ἐπιστολὴν γλύμματι Ἁρποχράτους PPetaus 27.34 (II d.C.), en una receta γλύμματι τούτῳ ἐσφραγίζετο (λεοντάριον) Gal.12.773, para sellar jarras κεράμια ἐσφραγισμένα ... σφραγῖδα ἔχουσα γλύμματι Σαχύψεως SB 8002.7 (III d.C.), sobre monedas χρυσοῦς γ. ἑαυτοῦ φέροντας D.C.79.4.7.

Greek Monolingual

το (AM γλύμμα) γλύφω
κοίλωμα ή εγκοπή που γίνεται με το κοπίδι
αρχ.
1. επιγραφή
2. σφραγίδα.